-
121 σκῆψις
Aσκήπτω 1.2
) pretext, plea, excuse,τοιάδε μέντοι σ. οὐ δόλον φέρει A.Ag. 886
;μὴ σ. οὐκ οὖσαν τίθης S.El. 584
: c. gen., κατὰ φόνου τινὰ ς. pleading some murder as an excuse, Hdt.1.147; σ. τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν a plea, excuse for not doing, D.1.6; σ. ἡ νόσος.. ἔδοξεν pretence, Luc.Merc.Cond.31; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι to use as an excuse, Hdt.5.30;πρὸς Ἕλληνάς σφι σ. ἐπεποίητο Id.7.168
;ἔχω σ. εὐπρεπεστάτην Id.3.72
; ἐς ἄνδρα σ. εἶχ' ὀλωλότα (sc. τὰ τέκνα) E.El.29; σ. προτείνειν, δεικνύναι, ib. 1067, Med. 744;φέρειν PCair.Zen.110.5
(iii B.C., Pl.); ;σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ D.19.100
; opp. σ. ἐσδέχεσθαι, Ar.Ach. 392;σ. παραδέχεσθαι Hyp.Eux.7
;εὑρίσκειν D.21.81
; ; προβαλέσθαι, πορίσασθαι, etc., Plb.5.56.7, 5.2.9, etc.: acc. as Adv.,σκῆψιν.. ἐλήλυμεν, ὡς.. Cratin.235
. -
122 σοφία
A cleverness or skill in handicraft and art, as in carpentry, τέκτονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ ς. Il.15.412; of the Telchines, Pi.O.7.53; ἡ ἔντεχνος ς., of Hephaestus and Athena, Pl.Prt.32 1d; of Daedalus and Palamedes, X.Mem.4.2.33, cf. 1.4.2; in music and singing, τέχνῃ καὶ ς. h.Merc. 483, cf. 511; in poetry, Sol.13.52, Pi.O.1.117, Ar.Ra. 882, X.An.1.2.8, etc.; in driving, Pl. Thg. 123c; in medicine or surgery, Pi.P.3.54; in divination, S.OT 502 (lyr.); ; σ. δημηγορική, δικανική, ib. 365d; ἡ περὶ Ὁμήρου ς. Id. Ion 542a;οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν Id.Ap. 22b
;σημαίνοντες τὴν ς..., ὅτι ἀρετὴ τέχνης ἐστίν Arist.EN 1141a12
: rare in pl., Pi.O.9.107, Ar.Ra. 676 (lyr.), IG12.522 (vase, v B.C.).2 skill in matters of common life. sound judgement, intelligence, practical wisdom, etc., such as was attributed to the seven sages, like φρόνησις, Thgn.790, 876, 1074, Hdt.1.30,60; ἡ τῶν δεινῶν ς., opp. ἀμαθία, Pl.Prt. 360d; τὴν τότε καλουμένην σ., οὖσαν δὲδεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Plu.Them.2
; also, cunning, shrewdness, craft, Hdt.1.68, etc.; τὸ λοιδορῆς αι θεοὺς ἐχθρὰ ς. Pi.O. 9.38.3 learning, wisdom, ; opp. ἀμαθία, ib. 22e; freq. in E., e.g.μόρσιμα.. οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται Heracl. 615
(lyr.); τὸ σοφὸν οὐ σοφία (v.σοφός 1.3
) Ba. 395 (lyr.), etc.; freq. in Arist., speculative wisdom, EN 1141a19, Metaph. 982a2, 995b12 (pl.), 1059a18; defined as θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἐπιστήμη, Stoic.2.15; but also of natural philosophy and mathematics,σ. τις καὶ ἡ φυσική Arist.Metaph. 1005b1
, cf. 1061b33. -
123 στηλίτης
A of or like aστήλη, λίθος Luc. Philops.11
; ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ ([dialect] Dor.) AP7.424 (Antip.Sid.).II inscribed on a στήλη, posted or placarded as infamous, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, -ίτας ποιεῖν, Isoc.16.9, D.9.45; σ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει Thrasyb. ap. Arist.Rh. 1400a32; cf. foreg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηλίτης
-
124 συγγράφω
A write or note down, X.Cyr.8.4.16 ([voice] Pass.):—[voice] Med., have a thing written down, Hdt.1.47,48, 7.142.II compose a writing or a work in writing,περί τινος X.Eq.1.1
, Pl.Min. 316d: c.acc.,τὰς Κνιδίας γνώμας Hp.Acut.1
; πόλεμον ξ. write the history of the war, Th.1.1, cf.6.7; ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφώς the author of the book on cookery, Pl.Grg. 518b; συμβουλὴν περὶ βίου ς. Id.Lg. 858c; describe, Theoc.Ep.22.4 (where it is used of poetry, cf.AP9.165 (Pall.)): esp., write in prose, opp. poetry ([etym.] ποιεῖν), Pl.Ly. 205a, Isoc.9.8;σ. ἐπαίνους καταλογάδην Pl.Smp. 177b
; σ. τέχνας compose manuals, D.H.Comp.1.2 esp., compose a speech, Isoc.1.3:—[voice] Med., σ. λόγους οἵους εἰς τὰ δικαστήρια get speeches composed, Pl.Euthd. 272a: —[voice] Pass.,λόγος συγγεγραμμένος Id.Phdr. 258a
.III [voice] Med., συγγράφεσθαί τι draw up a contract or bond (συγγραφή 11.2
),συγγραψάμενος ἃ δεήσει ἀποδοῦναι X.Eq.2.2
; συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα make a treaty of peace with another, Isoc.12.158;σ. περί τινος Id.4.177
; τοιαῦτα -όμενοι promising, Phld.Rh.1.343 S.;σ. συγγραφήν PHal.1.258
(iii B.C.), etc.: abs., sign a treaty, Th.5.41; make a contract, PCair.Zen.199.5 (iii B.C.), POxy.729.17 (ii A.D.); συγγέγραμμαι τῇ Ἑσπέρου θυγατρί I have signed a contract (of marriage) with the daughter of H., UPZ66.2 (ii B.C.); σ. γάμον make a contract of marriage, Plu.2.1034b: c. inf., Thphr.HP5.5.5;συνεγράψατο πρὸς Διόδωρον Εὐτέληαν γαμήσειν Supp.Epigr.2.294.6
(Delph., i A.D.); and elliptically, συγγράφεσθαι ἐς ἐμπόριον make a contract [ to carry a ship] to a port, D.56.11,47; [ δραχμαὶ] ἃς συνεγραψάμην Διονυσοδώρῳ for which I gave a bill (or I.O.U.) to.., PCair.Zen. (iii B.C.), cf. PEnteux.49.5 (iii B.C.); ὁ συγγεγραμμένος the signatory to a contract, Hp.Jusj.; pl., PCair.Zen.666.5 (iii B.C.).IV draw up a form of motion to be submitted to vote,τάδε οἱ ξυγγραφῆς ξυνέγραψαν IG12.76.3
; τάδε Δημόφαντος συνέγραψεν Lex ap. And.1.96;νόμους καθ' οὓς πολιτεύσουσι X.HG2.3.2
, cf. Arist.Ath.29.2, 30.1;παράνομα συγγεγραφέναι X.HG1.7.12
:—elsewh. in [voice] Med., ;οἱ ἐν τῷ δήμῳ συγγραφόμενοι Pl.Grg. 451b
.V represent in a painting, paint,τὸν Ῥωξάνης καὶ Ἀλεξάνδρου γάμον Luc.Herod.4
:—[voice] Pass., Ar.Av. 805 (s.v.l., σύ γε γεγραμμένῳ cj. Mein.).VI of an architect, draw up specifications, IG12.24.8,44.6, 81.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγράφω
-
125 συναναγκάζω
II join or assist in compelling, ἡ Χρεία ς. Arist. Pol. 1256b7;σ. τινὰ ποιεῖν τι D.58.7
, Prooem.10, cf. PCair.Zen. 149 (iii B.C.), PPetr.3p.69 (iii B.C.):—[voice] Pass., to be compelled at the same time, c.inf., X.Hier.3.9, D.26.10, Arist.Ath.40.1.III achieve by force also, Isoc.4.89:—[voice] Pass., ὅρκοι συνηναγκασμένοι extorted (κατην- Stob.
, prob. rightly), E.IA 395 (troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναναγκάζω
-
126 συναναπείθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναναπείθω
-
127 συνθήκη
A compounding, esp. of words and sentences, Luc.Hist.Conscr.46, Hermog.Id.1.1,3, Philostr.VS1.17.4, Herm. in Phdr.p.175 A.: in concrete sense, a compound, Luc.Prom.Es5:— but in early writers,II convention, compact,σ. καὶ ὁμολογία Pl. Cra. 384d
, cf. 433e;ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol. 1280b10
, cf. Rh. 1376a33; ἐκ συνθήκης by agreement, Pl.Lg. 879a;διὰ συνθήκης Arist.APr. 50a18
; κατὰ συνθήκην conventionally, opp. φύσει, Id.EN 1133a29; so συνθήκῃ ib. 1134b32: pl.,συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα Epicur.Sent.32
.2 article of a compact or treaty,τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Th.5.31
, cf. 1.78: also, treaty,σ. καὶ συμμαχία SIG421.1
(Thermon, iii B.C.): but in this signf. mostly in pl., articles of agreement, and hence, covenant, treaty, between individuals or states, A.Ch. 555, Ar.Lys. 1267, Isoc.4.176, etc.;συνθῆκαι περὶ εἰρήνης X.Mem.4.4.17
; γάμων ς. Plu.Luc.18; σ. κύριαι, ἄκυροι, Lys.18.15; ἐπ' ἄλλους στρατεύειν οὐκ εἶναι ἐν ταῖς ς. X.HG7.5.4, cf. SIG135.1 (Olynthus, iv B.C.), al.; ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα.., σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Foed. ap. Th.8.37, cf. IG12.90.21, Pl.Cri. 54c, D.15.29;συνθήκας ποιεῖσθαι Hdt.6.42
, Ar. Pax 1065, X.HG7.1.2;ὑπὲρ τῶν βαρβάρων Isoc.4.177
; ποιεῖν τινι πρός τινα between them, X.Lac. 15.1;σ. συνεθέμεθα Lys.13.88
; γράψαι, γράφασθαι, D.48.10, D.S.1.66; ἀναιρεῖν, λύειν, Isoc.17.31, 18.24;παραβῆναι Pl.Cri.
l.c.;ὑπερβαίνειν Aeschin.1.164
; παρ' οὐδὲν ἡγεῖσθαι Decr. ap. D.18.164;συνθήκαις ἐμμένειν Isoc.4.81
; ἐκ τῶν ς. according to the covenant, ib.179; κατὰ τὰς ξ. Th.1.144, cf. Pl.Tht. 183c; opp. παρὰ τὰς ς. Id.Cri. 52d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθήκη
-
128 ταραχή
A disorder, physiological disturbance or upheaval, Sor.1.105, 2.59;τοῦ πνεύματος Id.1.46
; ἡ ἀπὸ τῆς φλεβοτομίας τ. Id.2.11; esp. of the bowels,τῆς κοιλίης Hp.Coac. 205
;οὐδὲ θόρυβόν τινα ἢ τ. ἐν τῇ κοιλίᾳ ποιεῖ Gal.6.825
.2 of the mind,αἱ φρενῶν ταραχαί Pi.O.7.30
; ἀνωμαλία καὶ τ. Isoc.2.6;ἐν πολλῇ τ. καὶ φόβῳ ὄντας Th.3.79
;τ. παρέχειν Pl.Phd. 66d
, cf. R. 602c; ἐν οἵαις ἦν τ. D.18.218; πολλὴν ἔχει τ. Arist.Pol. 1268b4;τ. μειρακιώδους μεστός Isoc.12.230
;ταραχῆς γέμων Epicur.Sent.17
, cf. Phld. Ir.p.56 W.(pl.); διανοίας ἰσχυρὰ τ. Sor.1.46;τὴν τ. τοῦ ὀφθαλμοῦ Thphr.Sens.81
.4 political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles,πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο Id.4.162
, cf. 6.5; ἐν τῇ τ. Id.3.150;αἱ τ. γεγενημέναι ἦσαν Lys.12.53
;τ. ἐγγίγνεταί τισι Is.4.5
;τ. ποιεῖν τισι Th.7.86
;ἐς τ. καθιστάναι τινάς Id.4.75
, cf. Isoc.6.107, etc.;εἰς τ. προκαθεῖναι τὴν πόλιν D.14.5
;ἐν τ. καθεστηκέναι Isoc.12.233
;ἐν ταραχαῖς εἶναι Id.4.138
;ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν πολιτείαν Pl.Alc.2.146b
, cf. Isoc.3.31;τ. καθίστατο τῶν ξυμμάχων πρὸς τὴν Λακεδαίμονα Th.5.25
, cf. D.18.18;τ. ἐμπίπτει Aeschin.3.81
; τ. διαλύειν, κατασβεννύναι, Isoc.4.134, X.Cyr.5.3.55; of rebellions or civil wars in Egypt, OGI90.20 ([place name] Rosetta), Wilcken Chr.9.11, 167.14, Mitteis Chr. 31 v 29 (all ii B.C.): = Lat. tumultus, Plu.Caes.33.
См. также в других словарях:
τάραξη — η / τάραξις, εως, ΝΜΑ [ταράσσω] σύγχυση, ψυχική ταραχή, αναστάτωση («ποιεῑν τινα δοκεῑ ζέσιν ἐν ἀρχῇ καὶ τάραξιν ὁ ἔρως», Πλούτ.) αρχ. 1. ιατρ. εντερική διαταραχή 2. (σχετικά με τα μάτια) θόλωση … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
σύμψηφος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που έχει εκλεγεί με κοινή ψήφο τού λαού και τού κλήρου αρχ. 1. αυτός που ψηφίζει την ίδια γνώμη, σύμφωνος («καὶ ἡμᾱς συμψήφους χρὴ τῷ θεῷ γενέσθαι», Ρουφ.) 2. λογιστής 3. φρ. α) «σύμψηφον λαβεῑν τινα» έχω κάποιον ο οποίος θα… … Dictionary of Greek
υπεράνω — ὑπεράνω ΝΜΑ επίρρ. 1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω τής στέγης τού ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.) 2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω τού… … Dictionary of Greek