Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλέκος

См. также в других словарях:

  • πλέκος — wicker work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα …   Dictionary of Greek

  • πλέκει — πλέκος wicker work neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλέκεϊ , πλέκος wicker work neut dat sg (epic ionic) πλέκος wicker work neut dat sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκους — πλέκος wicker work neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • plek̂- —     plek̂     English meaning: to plait, weave     Deutsche Übersetzung: “flechten, zusammenwickeln”     Note: presumably further formations from pel “falten”     Material: O.Ind. prasna m. “netting, lurban” (also plü s i m. “ intestines,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • плот — I I, род. п. а забор, ограда , зап., южн. (Даль), укр. плiт, род. п. плота, блр. плот, др. русск. плотъ ограда, плетень , сербохорв. пло̑т, род. п. пло̏та, словен. рlо̣̑t, рlо̣̑tа, plotȗ забор, плетень , чеш., слвц. рlоt – то же, польск. рɫоt –… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ευπλεκής — εὐπλεκής, ές και επικ. τ. ἐϋπλεκής, ές (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, αυτός που έχει καλό πλέγμα 2. (για άρμα) αυτός που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες 3. (μτφ. για λόγο, ποίημα κ.λπ.) αυτός που έχει συντεθεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκής (<… …   Dictionary of Greek

  • ομοπλεκής — ὁμοπλεκής, ές (ΑΜ) αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. αμφι πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • παλιμπλεκής — παλιμπλεκής, ές (Α) ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • περιπλεκής — ές, Μ (ποιητ. τ.) περίπλεκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»