-
1 σπλεκόω
Grammatical information: v.Meaning: `coire cum femina' in σπλεκοῦν (Ar. Lys. 152 Dindorf ex H. et Poll.; codd. πλεκοῦν), διεσπλε-κωμένη (Ar. Pl. 1082), κατασπλεκῶσαι (cod. - άσαι) κατελάσαι H.; σπλέκωμα n. (Sch. Ar. Pl. 1082).Derivatives: σπλέκωμα n. (Sch. Ar. Pl. 1082)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expression of the vulgar language, perh. like σκορακίζω from ( ἐ)ς κόρακας through hypostasis from ( ἐ)ς πλέκος v. t. arisen (Schwyzer 413). On the original sense of such an expression we have no idea. The well attested πλεκοῦν may have lost its σ-secondarily (cf. Schwyzer 334).Page in Frisk: 2,769Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπλεκόω
См. также в других словарях:
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… … Dictionary of Greek
ειλίπους — εἰλίπους, ουν (Α) 1. αυτός που συστρέφει το πόδι όταν βαδίζει (ομηρικό επίθετο τών βοδιών επειδή όταν βαδίζουν διαγράφουν με το πέλμα τμήμα κύκλου) 2. ως ουσ. εἰλίποδες βόδια 3. φρ. «γυναῑκες εἰλίποδες» οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια γύρω στο… … Dictionary of Greek
σκαμνάκι — Ημιορεινός οικισμός (101 κάτ., υψόμ. 220 μ.), στην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 101 κάτ.) και βρίσκεται νοτιοδυτικά του Γυθείου. * * * το, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σκαμνί 2. στον πληθ. τα … Dictionary of Greek
στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… … Dictionary of Greek
συμβολεύς — έως, ὁ, ΜΑ αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.) αρχ. 1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες 2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.) β) «γλώττης … Dictionary of Greek
υφάντης — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και … Dictionary of Greek
υφαντής — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και … Dictionary of Greek
αντίδεσμο — (antidesmo). Γένος αειθαλών φυτών της οικογένειας των ευφορβιιδών, με γνωστά περίπου 70 είδη, ιθαγενή των θερμών χωρών. Μερικά αναπτύσσονται σε μεγάλα δέντρα. Τα φυτά αυτά έχουν πλατιά φύλλα ζωηρού πράσινου χρώματος, άνθη απέταλα, μικρά, σε… … Dictionary of Greek
αράχνες — Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται κατά κανόνα από δύο μέρη, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έναν λεπτό μίσχο: το μπροστινό μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek