Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πιθοῦ

См. также в других словарях:

  • πιθοῦ — πείθω persuade aor imperat mid 2nd sg (attic) πιθέω persuade pres imperat mp 2nd sg (attic) πιθόω pres imperat mp 2nd sg πιθόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθου — πείθω persuade aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) πίθος large wine jar masc gen sg πιθόω pres imperat act 2nd sg πιθόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Τήνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου ιδρύθηκε το 1960, με τη φροντίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Βρίσκεται στη Χώρα, στο δρόμο που οδηγεί στο ναό της Παναγίας. Αξίζει τον κόπο να το συμπεριλάβετε στην περιήγησή σας στην πόλη, αφού εδώ θα δείτε… …   Dictionary of Greek

  • подъ — ПОД|Ъ1 (1*), ОУ с. Зд. Нижняя часть, подошва горы: симъ же бѧше. полкомъ нѣлзѣ битисѧ. с ними тѣсноты ради. зане бѧхѹ болота пришли. но ѡли на подъ горы. ЛИ ок. 1425, 116 об. (1144). ПОДЪ 2 (940) предл. I. С вин. пад. 1.Употребляется при указании …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πίθος — I Δήμος της αρχαίας Αττικής, που πιθανόν να βρισκόταν κοντά στην Κηφισιά. Ο δημότης του ονομαζόταν Πιθεύς ή Πιθεεύς. II Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Θιναλείου …   Dictionary of Greek

  • πιθίας — και δ. γρφ. πιθείας, ὁ, Α κομήτης με σχήμα πίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα ιας (πρβλ. οροφ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • πιθίτης — ὁ, Α 1. αυτός που έχει σχήμα πίθου 2. φρ. «πιθίτης κομήτης» ο πιθίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πιθαμφορέας — ο, Ν αρχαιολ. τύπος αγγείου που χρησιμοποιήθηκε συχνά στη μινωική Κρήτη ως αποθηκευτικός χώρος, συνδύαζε τον τύπο τού αμφορέα με λαβές, λαιμό και μέγεθος πίθου, είχε συνήθως τρεις λαβές και γι αυτό ονομαζόταν τρίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» …   Dictionary of Greek

  • πιθόμορφος — η, ο, Ν αυτός που έχει μορφή πίθου, που μοιάζει με πιθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»