Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πιθέσθαι

См. также в других словарях:

  • πιθέσθαι — πείθω persuade aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθέσθ' — πιθέσθαι , πείθω persuade aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …   Dictionary of Greek

  • bheidh-1 —     bheidh 1     English meaning: to advise, force     Deutsche Übersetzung: “jemandem zureden, zwingen”, med. ‘sich einreden lassen, vertrauen”     Material: Gk. πείθομαι “ lets me persuade, follow “ (Aor. ἐπιθόμην, Hom. πεπιθεῖν, πιθέσθαι; perf …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»