Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεπιθοῦσα

См. также в других словарях:

  • πεπιθοῦσα — πείθω persuade aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»