Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περι-ληπτός

См. также в других словарях:

  • ευπερίληπτος — η, ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, ον) αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος αρχ. 1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα 2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι ληπτός (< περιλαμβάνω)] …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»