-
1 περι-ληπτός
περι-ληπτός, umfaßt, zu umfassen, zu begreifen, τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπ τόν, Plat. Tim. 28 a, vgl. 52 a; ὄχλος οὐ π. ἀριϑμῷ, nicht zu zählen, Plut. Cam. 43; – adv. περιληπτῶς, Epicur. bei D. L. 10, 40.
-
2 εὐ-περί-ληπτος
εὐ-περί-ληπτος, leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
-
3 δυς-περί-ληπτος
δυς-περί-ληπτος, schwer zu umfassen; Posidon. bei Ath. XII, 549 c; πόλις τοῖς ἐναντίοις, welche die Feinde schwer von allen Seiten umgeben können, Arist. Polit. 7, 11; Sp.; φιλήματα Strat. 42 (XII, 200); auch = schwer zu begreifen, D. Sic. 1, 3
-
4 ἀ-περί-ληπτος
ἀ-περί-ληπτος, nicht umgrenzt, uneingeschränkt, ἐξουσία Plut. Pomp. 25.
-
5 περι-κατά-ληπτος
περι-κατά-ληπτος, dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.
-
6 περιληπτός
περι-ληπτός, umfaßt, zu umfassen, zu begreifen; ὄχλος οὐ π. ἀριϑμῷ, nicht zu zählen -
7 ἀπερίληπτος
ἀ-περί-ληπτος, nicht umgrenzt, uneingeschränkt -
8 δυςπερίληπτος
δυς-περί-ληπτος, schwer zu umfassen; πόλις τοῖς ἐναντίοις, welche die Feinde schwer von allen Seiten umgeben können; auch = schwer zu begreifen -
9 εὐπερίληπτος
εὐ-περί-ληπτος, leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt -
10 περικατάληπτος
περι-κατά-ληπτος, dabei, darüber ergriffen
См. также в других словарях:
ευπερίληπτος — η, ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, ον) αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος αρχ. 1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα 2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι ληπτός (< περιλαμβάνω)] … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek