-
1 πελάγη
πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 πέλαγος
πέλαγος, εος, τό (wahrscheinlich onomatop., platschen), das Meer, die See; πέλ. μέγα, Hom.; ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν, Od. 3, 91. Merkwürdig ist Odyss. 5, 335 νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι ϑεῶν ἐξέμμορε τιμῆς; vgl. dazu Iliad. 21, 59 οὐδέ μιν ἔσχεν πόντος ἁλὸς πολιῆς, ferner Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο, Iliad. 13, 495 ὡς ἴδε λαῶν ἔϑνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ, 20, 169 ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ. Das Homerische ἁλὸς ἐν πελάγεσσι erscheint als Versende Hom. h. Apoll. 73; auch Hom. h. 33, 15, κύματα δ' ἐστόρεσαν λευκῆς ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν; vor Augen hat es auch Eurip. Troad. 88 ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός und Hecub. 938 ἅλιον ἐπὶ πέλαγος, auch Aeschyl. Pers. 427 πελαγίαν ἅλα, 467 πελαγίας ἁλός; auch Sophocl. Ant. 966 παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων διδύμας ἁλὸς ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ' ὁ Θρῃκῶν ἄξενος Σαλμυδησσός, Schol. παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων: ἀντὶ τοῠ παρὰ δὲ τοῖς Κυανέοις πελάγεσι τῆς διδύμης ϑαλάττης und Κυανέοις δὲ πελάγεσιν εἶπεν τοῖς ὑπὸ τῶν Κυανέων πετρῶν περιεχομένοις; auch Apoll. Rh. 3, 349 πελάγη στυγερῆς ἁλός; vgl. Pind. bei Plut. Symp. quaest. 7, 5, 2 und Sollert. anim. 36 (Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 frgmt. 220) ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει; Ol. 7, 56 ἐν πελάγει ποντίῳ; Pyth. 4, 251 ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι πόντῳ τ' ἐρυϑρῷ; Apoll. Rh. 2, 608 πέλαγος ϑαλάσσης; Thucyd. 4, 24 διὰ στενότητα δὲ καὶ ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, ἐςπίπτουσα ἡ ϑάλασσα ἐς αὐτὸ καὶ ῥοώδης οὖσα εἰκότως χαλεπὴ ἐνομίσϑη; Malal. p. 485, 21 ἐν τῷ καιρῷ τοῠ σεισμοῦ ἔφυγε ϑάλασσα εἰς τὸ πέλαγος ἐπὶ μίλιον ἕν; endlich Evang. Matth. 18, 6 καταποντισϑῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς ϑαλάσσης. – Πέλαγος personificirt und identisch mit πόντος bei Hesiod. Theog. 131, wo es von der Γαῖα heißt ἡ δὲ καὶ ἀτρύγετον Πέλαγος τέκεν, οἴδματι ϑῦον, Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου; vgl. 190 μήδεα δ' ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι κάββαλ' ἀπ' ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, ἃς φέρετ' ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον. – Aeschyl. Ag. 659 πέλαγος Αἰγαῖον, und ähnl. oft; plur. statt des sing. Soph. Aj. 702 Ἰκαρίων πελαγέων. – Uebertr., Aeschyl. Suppl. 470 ἄτης ἄβυσσον πέλαγος, Prom. 746 πέλαγος ἀτηρᾶς δύης, Pers. 433 κακῶν πέλαγος, ein Meer von Unglück; vgl. Soph. O. C. 1746 Eurip. Suppl. 824 Hippol. 822; eine andere Uebertragung Soph. O. C. 663 κείνοις φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον, von einem schwierigen Unternehmen; ferner Menand. bei Athen. XIII, 559 e πέλαγος πραγμάτων; Plat. Protag. 338 a τὸ πέλαγος τῶν λόγων; Conv. 210 d τὸ πολὺ πέλαγος τοῦ καλοῦ; Themist. 13, 177 c πέλαγος τοῦ κάλλους. – In eigentlicher Bedeutung bei Prosaikern nicht sehr selten: Herodot. 3, 41 und 8, 60, 1 im sing., im plur. 4, 85 ἐϑηεῖτο τὸν Πόντον ἐόντα ἀξιοϑέητον· πελαγέων γὰρ ἁπάντων πέφυκε ϑωυμασιώτατος, vgl. Pind. N. 4, 49 ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (ἔχει); Thucyd. 6, 13 τῷ τε 'Ιονίῳ κόλπῳ παρὰ γῆν ἤν τις πλέῃ, καὶ τῷ Σικελικῷ διὰ πελάγους, 8, 80 νῆες ἀπάρασαι ἐς τὸ πέλαγος, im plur. 4, 24, s. oben; Xenoph. Mem. 4, 3, 8 πελάγη περᾷν; Isocrat. Demon. 19 τοὺς ἐμπόρους τηλικαῦτα πελάγη διαπερᾷν; Plat. Axioch. 370 b διαπεραιώσασϑαι πελάγη.
-
3 πλέω
πλέω ( ΠΛΥ, pluo, fluo, fließen, vgl. πλύνω), fut. πλεύσομαι, gew. πλευσοῠμαι, aor. ἔπλευσα, perf. πέπλευκα, u. pass. πέπλευσμαι, aor. pass. ἐπλεύσϑην, ep. u. ion. Nebenformen sind πλείω u. πλώω, d. m. s., – schiffen, zu Schiffe fahren; Hom. nur praes. u. imm., ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας, Il. 3, 444, u. öfter; auch mit, Zusätzen, wie ἐνὶ πόντῳ, ἐπὶ πόντον, ποντοπορεύων, u. c. accus., πόϑεν πλεῖϑ' ὑγρὰ κέλευϑα, Od. 3, 71 u. öfter, ihr fahret die nassen Pfade, wie man ἰέναι ὁδόν sagt, u. womit τὸ πεπλευσμένον bei Xen. Cyr. 6, 1, 16 im Ggstz von ἄπλευστος zu vergleichen, πλεῖν τὴν ϑάλασσαν, Hell. 4, 8, 6, ἡ ϑάλαττα πλεομένη, Luc. Prom. 14, auch τοῦ πλοῦ πεπλευσμένου, der gethanen Fahrt; auch πλεῖν τὰ πελάγη, Pol. 3. 4. 10, μετὰ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν, Pind. P. 4, 69; aor., Aesch. Ag. 676 Suppl. 725; π ρὸς ἡμᾶς πεπλεύκατε Soph. Phil. 402, u. öfter; Eur. u. Comic.; Her. hat gew. die Form πλώω, aber 2, 96. 156. 3, 135. 4, 89 erkennen alle Handschriften die Form mit ε an, πλεῖ ἐν τῇ νηΐ, Plat. Rep. I, 341 d; ἐν τῇ ϑαλάττῃ, ib. 346 b; auch vom Schiffe, ναῠς ἐν ϑαλάττῃ πλέουσα, Legg. VI. 758 a; πλεύσας εἰς Ἐρετρίαν ἐπ' ἄνδρας, Menez. 240 b; Folgde. – Spätere Dichter scheinen es allgemein von Reisen auch zu Lande gebraucht zu haben, Schol. Nic. Ther. 295; – schwimmen, wie νέω, Her. 2, 156. – Uebh. schwanken, wanken, von Allem, was nicht fest steht, ἔπλεον ὀλισϑαίνον, τες ἀμφοτέροις τοῖς ποσί. Pol. 3, 55, 2, zw. – Zu bemerken ist, daß bei diesem Worte auch die Zusammenziehung in ει von den Attikern oft vernachlässigt wird, z. B. Thuc. 4, 28, Bekk.
-
4 δια-περαιόω
δια-περαιόω, übersetzen, überfahren, τοὺς στρατιώτας Plut. Sull. 27. – Pass., auch mit intrans. Bdtg, überfahren, Her. 8, 25; Thuc. 8, 33; übertr., ξίφη διεπεραιώϑη κολεῶν, die Schwerter wurden aus den Scheiden gezogen, Soph. Ai. 730. – Med., διαπεραιώσασϑαι πελάγη Plat. Ax. 370 b.
-
5 αποκολποομαι
-
6 διαπεραιοω
1) перевозить, переправлять(τοὺς στρατιώτας Plut.)
τὸ πέλαγος διεπεραιώθη ἀσφαλῶς μεγάλῳ στόλῳ Plut. — большой флот благополучно переплыл море2) med.-pass. переправляться, переезжать(διαπεραιώσασθαι πελάγη Plat.)
διαπεραιωθέντες Her. — совершив переправу3) извлекать, выхватывать(ξίφη κολεῶν διεπεραιώθη Soph.)
-
7 περιπετομαι
1) летать вокруг, облетать(τὰ πελάγη Luc.; πανταχῆ Arph.; τῇ κίονι Plut.)
2) облетать мыслью, т.е. вспоминать(τέν ἑκάστου γνώμην Luc.)
-
8 πέλαγος
-
9 βληχρός
A faint, gentle,ἄνεμοι Alc.16
; of the rivers of hell, dull, sluggish, Pi.Fr. 130;πελάγη A.R.4.152
; gentle, opp. ἀκράχολος, Phld.Lib.p.44 O.; β. πυρετοί slight, Hp.Aph.5.64, cf. Plu.Per.38;β. σφυγμοί Hp.Mul.1.37
; νοῦσος -οτέρη ib.36;ὕπνου β. ὄνειαρ Q.S. 2.182
. Adv. - ρῶς slightly, Hp.Mul.2.203; weakly,β. εἶχον καὶ οὐκ ἰσχυρῶς Ctes.Fr.29.42
: [comp] Comp.- ότερον Hp.Morb.2.61
.2 metaph., slight, small,β. ἀπ' ἀρχᾶς B.10.65
;χάριν οὐ β. Id.12.227
.—Not in Hom. (who has ἀβληχρός), nor in [dialect] Att.; η in all dialects.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βληχρός
-
10 διαπεράω
A go over or across, ;πελάγη Isoc.1.19
;δ. ἐπ' οἶδμα E.IT 395
(lyr.); δ. πόλιν pass through it, Ar.Av. 1264;δ. Ἑλλάδα E.Supp. 117
;δ. εἰς Ἰταλίαν Arist.Fr. 485
; of Time, δ. τὸν βίον pass through life, X.Oec.11.7.b διαπερᾶν Μολοσσίαν reign through all Molossia, E.Andr. 1248 codd.3 οἶσθα διαπερῶν by traversing, i.e. by experience, A.Th. 994 (lyr.), cf. Sch.II reach, arrive at a place, PFlor.247.9 (iii A.D.).III trans., carry over,ὕδωρ ποταμοῦ σῶμα δ. Eub.151
, cf. Luc.DMort.20.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπεράω
-
11 κατασπείρω
Aσπερῶ LXX
(v. infr.):—sow, plant,εἰς μήτραν ζῷα Pl.Ti. 91d
: metaph.,ἀνίας μοι κατασπείρας S.Aj. 1005
:—[voice] Pass.,ὁ κατεσπαρμένος σπόρος PMagd.7.8
(iii B.C.).II spread as in sowing, τοῦ χάρακος κ. [πυροβόλα] scatter them over.., Plu.Cam.34;αὐτοῖς αὔραν τινὰ κ. ἡ χώρα νότιον Id. Dio 25
:—[voice] Pass., to be spread abroad, dispersed,εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν Pl.Lg. 891b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπείρω
-
12 κατασύρω
Aκατεσϋράμην Pherecyd.158
J.:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 κατεσύρην [ῠ] (v. infr.):—draw, pull down, Philum. ap. Aët.9.12 ([voice] Pass.): usu. with a notion of violence,τὰ [ἀεροπόρα] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ D.C.Fr.30.4
: metaph.,ἐπιθυμία κ. τὸν ἡνίοχον λογισμόν Ph.1.58
, cf. 1.627 ([voice] Pass.): esp. lay waste, ravage,τὰς [πόλιας] ὅσας πρότερον οὐ κατέσυραν Hdt.6.33
;κατὰ μὲν ἔσυραν Φάληρον, κατὰ δὲ.. πολλοὺς δήμους Id.5.81
;ὡς πλείστην τῆς χώρας Aen.Tact.16.8
, cf. Plb.1.56.3, al.2 drag, carry off,λείαν Pherecyd.
l.c.;γυναῖκας Parth.19
;τινὰ πρὸς τὸν κριτήν Ev.Luc.12.58
: metaph.,τινὰ εἰς ἐκμελῆ πολιτεύματα Phalar.Ep.93.1
.3 sweep away,πελάγη κ. πόλεις Ph.2.142
:—[voice] Pass., metaph., σκολιὰ ῥεῖθρα ὑφ' ὧν οἱ πολλοὶ -σύρονται, ὡς τὰ λόγιά φησιν Orac.Chald.ap.Procl.in Ti. 3.326 D.;εἰς τὸ πλῆθος ὑπὸ τοῦ μερισμοῦ καὶ τῆς διαστάσεως τῶν ὄντων Id.in Prm.p.551
S., cf. Hierocl. in CA19p.461M.b [voice] Pass., rush down, of rivers, etc., D.P.296, Alciphr.3.13, Gp.5.2.17.5 [voice] Pass., to be reduced,σωμάτων λοιμῷ -συρέντων Lib.Or.61.19
(v.l. συρέντων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασύρω
-
13 Κυάνεαι
A Dark-rocks, two small islands at the entrance of the Euxine, Hdt.4.85, D.19.273, Str.7.6.1, cf. Συμπληγάδες: Κυάνεα πελάγη, of the adjacent sea, is f.l. in S.Ant. 966. [[pron. full] ῡ, metri gr., S. l. c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυάνεαι
-
14 περιπέτομαι
A fly around, Ar.Av. 165 : c. acc., ib. 1721 ;περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3
;π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1
; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form [full] περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA 609a14 ; cf. περιίπταμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπέτομαι
-
15 συντετραίνω
A- τιτράναι Gal.5.238
, [ per.] 3sg. [tense] pres. imper. [voice] Pass.- τιτράσθω Heliod.
ap.Orib.44.23.59: [tense] fut. - τρήσω: [tense] aor. - έτρησα: [tense] pf. [voice] Pass. - τέτρημαι:— unite by a boring, channel, or passage,ἀλλήλοισι σ. τοὺς μυχούς Hdt. 2.11
(cf.παραλλάσσω 11.1
); τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον συνέτρησαν εἰς τὸν μυελόν they carried the passage through into the marrow, Pl.Ti. 91a, cf. Criti. 115d; τοῖς συντρήσασιν εἰς τὰ τῶν πλησίον who have run a gallery into their neighbours' mines, D.37.38:—[voice] Pass., [οἱ οὐρητῆρες] ἐς τὰ αἰδοῖα συντέτρηνται open directly into.., Hp.Aër.9 (interpol.);εἰς ἀλλήλους -τετρῆσθαι Pl.Phd. 111d
; [φάραγγες] συντετρημέναι πρὸς ἀλλήλας D.S.3.44
;εἰς ὃν ἡ θάλαττα συνετέτρητο Pl. Criti. 115e
;συντετρῆσθαι τὰ πελάγη Str.7.5.9
;συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα Arist.HA 513a35
; , cf. 963b7;οὐκ εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλ' εἰς τὴν γλῶτταν ἡ ἀκοὴ συντέτρηται Plu.2.502d
; συντετρημένων τῶν μυκτήρων connected by a passage, Arist.Resp. 474a21.II metaph., δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῦθον let the words pierce in through thy ears, A. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντετραίνω
-
16 ἄπλωτος
A not navigated, not navigable, Arist.Mir. 839b13;πελάγη Ph.2.108
; ἄπλωτα πάντα ἦν navigation was stopped, App.Mith.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπλωτος
-
17 ἅλς
A salt,πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214
, cf. Od.17.455; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt.4.185; ἁλὸς χόνδροι lumps of rock-salt, ib. 181 : sg. also Ar.Ach. 835, Philyll.28, Axionic.8: more freq. in pl., Od.11.123, Hdt.4.53, al., etc.:—prov. phrases:οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτη οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455
;φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ'.. οὐδ' ἅλα δοίης Theoc.27.61
; ἅλας συναναλῶσαι, i.e. to be bound by ties of hospitality, Arist.EN 1156b27; τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον to have eaten a bushel of salt together, i.e. to be old friends, Com.Adesp.176; οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον, of friends, Plu.2.684e, cf. Arist.EE 1238a3;ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; D.19.189
; τοὺς ἅλας παραβαίνειν ib.191;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης Aeschin.3.224
; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη 'light come, light go', Zen.2.20; ἅλασιν ὕει, of great abundance, Suid.2 in pl. of medical preparations, Dsc.5.109.II brine, Call.Fr.50.2ἃ. Ἰνδικός
sugar,Archig.
ap. Paul.Aeg.2.53.IV ἅλες, οἱ, metaph., like Lat. sales, wit, possible but unlikely in Pl. Smp. 177b, Ep.Col.4.6; certain in Plu.2.854c; ἅλες called " χάριτες" ib.685a. (Cf.sq.)------------------------------------Aἁλὸς πολιοῖο Il.20.229
), sea (generally of shallow water near shore),εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141
; in sea-water,Od.
2.261;ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς 12.27
: sts. pleonast.πόντος ἁλός Il.21.59
, Thgn.10; ἁλὸς πελάγη or πέλαγος, Od.5.335, h.Ap. 73, E.Tr.88;πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
;παρ' ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17
; in pl. (with a pun on ἅλς A), Ar.Ach. 760.—Poet. word: nom. only Emp.56. (Cf. Lat. sal: both masc. and fem. are from the same root.) -
18 ἐμπλέω
2 in [dialect] Ion. form [suff] ἐμπλεκ-πλώω, float in or upon, Nic.Al. 426, Opp.H.1.260 ([etym.] ἐνιπ-), Aret.SD1.9, 2.1: part. ἐμπλέων loose,πῶρος Heliod.
ap. Orib.45.6.8.3 [voice] Pass., of the sea,πελάγη ναυσὶν ἐμπλεόμενα Ph.1.28
, cf. 2.514.
См. также в других словарях:
πελάγη — πέλαγος the sea neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέλαγος the sea neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СЕМЬ ОСТРОВОВ — • Septem marĭa, Έπτά πελάγη, так назывались озера и лагуны, образовавшиеся в устье реки По ее разлитием и наводнениями. Среди них возникла позднее, после разрушения гуннами Алтина, нынешняя Венеция. Plin. 3, 16, 20. Tac. hist. 3, 9.… … Реальный словарь классических древностей
PADUS — fluv. Italiae, nulli amnium claritate inferior, praecipue poenâ Phaethontis nobilis, de qua vide Eridanus; sie enim amnis iste Graecis Poetis dici solet. Martial. l. 10. Epigr. 12. v. 2. Et Phaethonteei qui petis arva Padi. De vocabulo Padi, ita… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
βαθυπελαγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βαθιά πελάγη … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θαμπερός — ή, ό 1. αυτός που, λόγω τού δυνατού φωτός ή τής ισχυρής ακτινοβολίας, φέρνει θάμβος στην όραση, ο εκθαμβωτικός («θαμπερά καλοκαιριάτικα μεσημέρια») 2. (για πράγματα) μαύρος, σκοτεινός 3. (για την ατμόσφαιρα ή τη θάλασσα) ομιχλώδης, ζοφώδης («τα… … Dictionary of Greek
κατασέρνω — (AM κατασύρω, Μ και κατασύρνω και κατασέρνω) νεοελλ. μσν. κακολογώ, διασύρω, κακογλωσσώ κάποιον μσν. 1. καταντώ, ταπεινώνω κάποιον 2. (σχετικά με τροφή) φέρνω προς τα κάτω, καταπίνω μσν. αρχ. 1. σύρω προς τα κάτω, σέρνω κάποιον στο έδαφος, τραβώ… … Dictionary of Greek
πέλαγος — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 680μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA της Τρίπολης. * * * το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν 1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα… … Dictionary of Greek
πελαγίτης — ὁ, θηλ. πελαγῑτις, ίτιδος, ΜΑ μσν. πελάγιος, πελαγήσιος, αυτός που ζει στο πέλαγος αρχ. αυτός που διαπλέει τα πελάγη («νῆες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. αιγιαλ ίτης, ωκεαν ίτις)] … Dictionary of Greek
πελαγοδρόμος — (pelagodroma). Γένος στεγανόποδων πτηνών της οικογένειας των προκελλαριιδών, που ζουν στις Nότιες θάλασσες. Έχουν μακρύ σώμα και γκριζόλευκο πτέρωμα και εκτελούν μικρές πτήσεις πάνω από τη θάλασσα. Το είδος π. ο θαλάσσιος, γνωστός ως φρεγάτα, ζει … Dictionary of Greek