-
1 περιπεταμαι
Arst. = περιπέτομαι См. περιπετομαι -
2 περιπέτομαι
A fly around, Ar.Av. 165 : c. acc., ib. 1721 ;περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3
;π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1
; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form [full] περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA 609a14 ; cf. περιίπταμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπέτομαι
См. также в других словарях:
περιπέτομαι — ΜΑ, περιπέταμαι Μ πετώ ολόγυρα, πετώ εδώ κι εκεί αρχ. μτφ. ενοχλώ, απασχολώ, ζαλίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέτομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek