-
1 παρηίδων
παρηίςfem gen plπαρηίςfem gen pl -
2 παρηΐς
-
3 στείχω
Aστίχῃ Hdt.1.9
(v.l. στείχῃ): [dialect] Ep. [tense] impf.στεῖχον Il.9.86
, etc.: [tense] aor. 1 ἔστειξα (only in compd.περίστειξας Od.4.277
): [tense] aor. 2ἔστῐχον Il.16.258
, Call.Del. 153, Theoc.25.223, etc., but never in Trag.:—Poet. Verb, used by [dialect] Ep., Lyr., Trag. (also [dialect] Aeol., Sapph. Supp.16, Alc. 19, and in [dialect] Aeol. Prose, IG12(2).6.6 (Mytil., iv B.C.), Inscr.Perg.5.25 (Temnos, iii B.C.); used by Cic.Att.6.5.2 in a mockheroic phrase, ἐξ ἄστεος ἑπταλόφου στείχων): walk, march, go or come, the direction being given by a Prep. or by the context,a of motion to or towards,πρὸς οὐρανόν Od.11.17
;ποτὶ πύργους A.Th. 297
(lyr.);πρὸς δόμους Id.Ag. 1657
(troch.);πρὸς φίλων τάφον E.Or. 97
;στεῖχ' εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Mnesim.4.2
(anap.);ἐπὶ τὴν εὐνήν Hdt.1.9
; σ. ἀνά, κατὰ ὁδόν, Od.23.136, 17.204;ἀνὰ ἄστυ 7.72
;δι' ἄστεως A.Supp. 496
; ;ἐς Ἅιδην κατ' ἄκρας E. Hipp. 1366
(anap.);θύραζε Od.9.418
; ; : c. acc. loci, go to, approach, γύας, πόλιν, δόμους, A.Pr. 708, Supp. 955, S.OC 643: abs., Id.Tr. 179, E.Rh. 992 (anap.).b of motion from, ἀπ' Ἄργεος ς. Il.2.287;ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th. 690
; ;οἴκοθεν Pi.N.9.20
: abs., go, depart,στείχωμεν A.Pr.81
, cf. Ch.98, S.Ant.98, Fr. 257.2 march in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος) , ἐς πόλεμον ς. march to war, Il.2.833;οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον 16.258
; σ. ἐπὶ τοὺς ξείνους against them, Hdt. 9.11; ἐν εὐθείαις ὁδοῖς ς. Pi.N.1.25.3 c.acc. cogn.,ὁδούς A.Ag. 81
(anap.);τὰν νεάταν ὁδόν S.Ant. 808
(lyr.);ἀνὴρ ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς πύργον A.Th. 467
.4 metaph.,ἀοιδὰ σ. ἀπ' Αἰγίνας Pi.N.5.3
;ἐπ' ἐμοὶ ῥιπή A.Pr. 1090
(anap.);ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Id.Th. 534
;πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα.. κακά S.Ant.10
; τὴν ἄτην.. στείχουσαν ἀστοῖς ib. 186. (Cf. Skt. stighnoti 'step up, mount', Goth. steigan 'climb'.) -
4 ἐκφαιδρύνω
ἐκφαιδρύνω, strengthd. for φαιδρύνω,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφαιδρύνω
-
5 ἴουλος
A down, the first growth of the whiskers and beard, in pl., : later in sg.,στείχει δ' ἴ. ἄρτι διὰ παρηΐδων A.Th. 534
;πρᾶτον ἴ. ἀπὸ κροτ άφων καταβάλλειν Theoc.15.85
;ἔτι χνοάοντας ἰούλους ἀντ έλλων A.R.2.43
; (Antip. Thess.);ἰούλοις πλῆσαι παρειάς IG14.1601
.IV creature like the centipede, prob. the wood-louse, Arist.HA 523b18, PA 682b3, Thphr.Sign.19,Arat.959; earthworm, Numen. ap. Ath.7.305a. -
6 ὄρεγμα
A stretching out,τὰ χερὸς ὀ. A.Ch. 426
(lyr.); προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (as Herm. from Sch. for ὀρεγόμενα of cod. M) A.Ag. 1111 (lyr.);βημάτων ὄρεγμα Id.Ch. 799
(lyr., but the passage is corrupt);ὄ. ποδός APl.4.189
(Nic.): abs., διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ὀ. of their reach or stride, of camels, Arist.HA 632a31 ; v. ἁμιλλάομαι 11.II a measure of length, a subdivision of the σχοῖνος, Tab.Heracl.2.33, al.
См. также в других словарях:
παρηίδων — παρηίς fem gen pl παρηίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
εκφαιδρύνω — ἐκφαιδρύνω (Α) καθαρίζω εντελώς, σφουγγίζω καλά («σταγόνας δ ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός», Ευριπ.) … Dictionary of Greek