-
1 ώνος
-
2 ὦνος
ὦνος, ὁ,A price paid for a thing,ὁ δ' ἄξιον ὦνον ἔδωκε Od.15.388
, cf. Il.21.41;ἄσπετον ὦνον ἕλοιτο Od.14.297
;ὁ δ' ὑμῖν μυρίον ὦνον ἄλφοι 15.452
; the person or thing bought being in gen., Αυκάονος ὦνον ἔδωκε for Lycaon, Il.23.746, cf. Theoc.1.58, Inscr.Delos 502A17 (iii B. C.). -
3 ὦνος
ὦνος, ὁ, 1) Kaufpreis, Preis, Bezahlung; ὦνον ἔδωκεν Il. 21, 41; ὁ δ' ἄξιον ὦνον ἔδωκεν Od. 15, 388, u. öfter; die Sache, wofür, im gen., Il. 23, 746. – 2) das Kaufen, Einkaufen, ἐπείγετε δ' ὦνον ὁδαίων Od. 15, 445. – 3) die käufliche Waare, Sp.
-
4 ὦνος
ὦνος ( ϝῶνος, cf. venum): purchase-money; ἐπείγετε ὧνον ὁδαίων, ‘hurry forward the delivery of the goods given in exchange for your freight,’ i. e. the return freight, Od. 15.445.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὦνος
-
5 ὦνος
-
6 ωνος
I.ὅ1) цена, плата Hom.τί τινος ὦνον δοῦναι Theocr. — заплатить чем-л. за что-л.;
ὦνόν τινος δοῦναι Hom. — заплатить выкуп за кого-л.2) покупка(ὁδαίων Hom.)
II. -
7 ὦνος
Βλ. λ. ώνος -
8 ῶνος
Βλ. λ. ώνος -
9 εὔ-ωνος
εὔ-ωνος, von gutem Preise, wohlfeil; τὸ ὕδωρ εὐωνότατον Plat. Euthyd. 304 b; φίλοι εὐωνότατοι Xen. Mem. 2, 10, 4; σῖτον εὔωνον ὠνούμενοι Dem. 19, 218, u. sonst; νόμισμα Arist.; wie bei uns übertr., z. B. εὔωνα πανταχῆ τὰ κακὰ γέγονε Pol. 4, 35, 15. – Einen compar. εὐωνέστερος erwähnt Ath. X, 424 d aus Epicharm.
-
10 ὑπερ-εύ-ωνος
ὑπερ-εύ-ωνος, überaus wohlfeil, Ael. V. H. 14, 44.
-
11 αγκών
-
12 αεροσίφων
(-ωνος) ο пневматический насос -
13 ακανθών
(-ώνος) ο колючий кустарник -
14 αμπέλων
(-ώνος) ο большой виноградник -
15 αμυγδαλών
(-ώνος) ο см. αμυγδαλιώνας -
16 αμφιτρύων
(-ωνος) ο устроитель пышных банкетов для друзей -
17 ανδρών
(-ωνος), ανδρώνίτης ο ист. мужская половина дома -
18 αντλοσίφων
(-ωνος) ο мор. водоотливный насос -
19 απώγων
(-ωνος) ο юнец -
20 Αυλών
(-ώνος) ο г. Влёра, Валона;тж. Βλνώρα
См. также в других словарях:
ὦνος — price paid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek
παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] … Dictionary of Greek
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] … Dictionary of Greek
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] … Dictionary of Greek