-
1 Παιάνας
-
2 Παιᾶνας
-
3 παιάνας
-
4 παιᾶνας
-
5 κελαδέω
κελᾰδ-έω, Sapph.4, E.IT 1093 (lyr.); [ per.] 3pl. - έοντι Pi.P.2.15: [tense] fut. - ήσω Terp.5, Pi.O.2.2, E.HF 694 (lyr.), - ήσομαι Pi.O.10(11).79: poet. [tense] aor.Aκελάδησα B. 15.12
, A.Ch. 609 (lyr.), E.Hel. 371 (lyr.): ([etym.] κέλαδος):—[dialect] Ep. and Lyr. (Trag. and Com. only in lyr. and anap., exc. Theopomp.Com.40: late in Prose, Aq.Is.49.13, Philostr.VA6.17, Ps.-Luc. Philopatr.3) Verb (cf. κελάδω), sound as flowing water, ὔδωρ ψῦχρον κ. Sapph.l.c.; κῦμα κελαδοῦν Orac. ap. Aeschin.3.112.2 of persons, shout aloud, ἀτὰρ κελάδησαν Ἀχαιοί, in applause, Il.23.869;ἐμὲ δεῖ κ. Pratin.
Lyr. 1.3, cf. B.l.c.;κελαδέοντι ἀμφὶ Κινύραν φᾶμαι Pi.P.2.15
: c. acc. cogn.,κ. ὕμνους Terp.5
, cf. Pi.N.4.16 codd.;νόμον Id.Pae.2.101
;ἁδυμελῆ κόσμον κ. Id.O.11(10).14
; [βοάς], παιᾶνας, E. Ion93, HF l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαδέω
-
6 κλάζω
A (lyr.): [tense] aor.1ἔκλαγξα Il.1.46
, A. Ag. 201 (lyr.): [tense] aor.2ἔκλᾰγον h.Pan.14
, B.16.127, Theoc.17.71, etc.: [tense] pf.κέκλαγγα X.Cyn.3.9
, 6.23; subj. ; [dialect] Dor.κέκλᾱγα Alcm.7
; part. κεκληγώς, pl.κεκλήγοντες Il.17.756
, - ῶτες v.l.ib. 16.430,κεκλαγώς Plu.Tim.26
:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλάγξομαι Ar.V. 930
:— make a sharp piercing sound:1 of birds, scream, οὐκ ἴδον.., ἀλλὰ κλάγξαντος (sc. ἐρῳδιοῦ)ἄκουσαν Il.10.276
; of starlings and daws,οὖλον κεκλήγοντες 17.756
, etc.;γεράνου φωνὴν ἐνιαύσια κεκληγυίης Hes.Op. 449
; of the eagle, Il.12.207, S.Ant. 112 (lyr.), cf. OT 966, etc.2 of dogs, bark, bay,οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od. 14.30
, cf. Ar.V. 929, X.ll.cc., etc.3 of things, as of arrows in the quiver, clash, rattle,ἔκλαγξαν δ ἄρ' ὀϊστοί Il.1.46
; of the wind, whistle,αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος Od.12.408
; of wheels, creak, A. Th. 205 (lyr.): c.acc. cogn., κλάζουσι κώδωνες φόβον ring forth terror, ib. 386; τί νέον ἔκλαγε σάλπιγξ.. ἀοιδάν; B.17.3; of the sea, roar,ἔκλαγεν δὲ πόντος Id.16.127
; of the musician, (lyr.); of Pan on his pipes, h.Pan.14; κλάζεις μέλισμα λύρας (of the τέττιξ) AP7.196 (Mel.).4 of men, shout, scream,ὀξέα κεκληγώς Il.2.222
, 17.88: c. acc. cogn., shout aloud, ring forth,κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.); (lyr.); Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν pealed forth thunder, Pi.P.4.23; alsoἔκλαγξε κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Id.Pae.8.20
.5 less freq. of articulate sound, ἄλλο μῆχαρ.. μάντις ἔκλαγξεν shrieked forth another remedy, A.Ag. 201 (lyr.); Ζῆνα.. ἐπινίκια κλάζων sounding loudly the song of victory in honour of Z., ib. 174 (lyr.).
См. также в других словарях:
παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
παιάνας — ο 1. ύμνος των αρχαίων Ελλήνων προς το θεό Απόλλωνα. 2. πολεμικός ή γιορταστικός ύμνος, εμβατήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παιᾶνας — Παιάν physician masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιᾶνας — Παιάν physician masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXEQUIARUM Ritus — Apud Romanos, ubi animam aegrotus exhalare coepisset, qui proximiores erant, si domi moriebatur, spiritum eius ore excipiebant, ut desiderium discedentis e vita amici testarentur, morientisque oculos claudebant (qui postea in rogo rursus aperti)… … Hofmann J. Lexicon universale
PAEAN — hymnus in laudem Apollinis, sicut Dithyrambus in laudem Bacchi, qui teste Polluce, post victoriam, nonnumquam etiam avertendorum malorum causa cani solebat. Καταχρηςτικῶς autem, pro omni Deorum laude, ponitur. Unde opous suum Pindarus, de Deorum… … Hofmann J. Lexicon universale
PYTHAULES — apud Vopisc. in Carino, c. 19. Exhibuit centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam centum Pythaulas, Pantominos etc. ἀπὸ τῶν Πυθίων, dictus est, qui Pythia scil. cantabat et pythicas tibias inflabat.… … Hofmann J. Lexicon universale
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… … Dictionary of Greek
επιπαιανισμός — ἐπιπαιανισμὸς και ἐπιπαιωνισμός, ὁ (Α) ωδή, παιάνας που ψάλλεται για μια νίκη … Dictionary of Greek
θούριος — Πολεμικό τραγούδι, εμβατήριο. Ονομάζεται και θούριο. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι ο ηρωικός στίχος και η ορμητική μελωδία. Ο θ. αποβλέπει στην αφύπνιση των συνειδήσεων και στην τόνωση του αγωνιστικού πάθους. Στη νεότερη ελληνική ιστορία… … Dictionary of Greek