Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πέταμαι

См. также в других словарях:

  • πέταμαι — Α βλ. πέτομαι …   Dictionary of Greek

  • πέταμαι — πέτομαι fly pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • προπέταμαι — και προπετῶμαι, άομαι, Α πετώ μπροστά από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέταμαι «πετώ» ενώ ο τ. προπετῶμαι < προπέταμαι, κατά τα συνηρημένα σε ῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • προσπέτομαι — και προσπέταμαι Α 1. πετώ προς κάποιον ή προς κάτι 2. (για κακό ή συμφορά) ενσκήπτω («τίς γὰρ ποτ ἀρχὴ τοῡ κακοῡ προσέπτατο», Σοφ.) 3. καταλαμβάνω κάποιον αιφνιδιαστικά («τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προσέπτα μ ἀφεγγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… …   Dictionary of Greek

  • υπερπέτομαι — και ποιητ. τ. ὑπερπέταμαι Α 1. πετώ από πάνω με μεγάλη ταχύτητα («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.) 2. πετώ πέρα από ένα σημείο («ὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος [οἱ πελεκᾱνες]», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πέτομαι / πέταμαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

  • ԹՌՉԻՄ — (թռեայ, թռի՛ր, թռուցեալ. գտանի եւ թռեալ.) NBH 1 0823 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 14c չ. πέτομαι, πέταμαι , διαπέτομαι եւն. volo, avolo, evolo, volito. Ասի եւ ԹՌԱՆԻԼ, ԹՌՆՈՒԼ. Թռիչս առնուլ. սլանալ թեւաւորաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԼԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0717 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c չ. πέταμαι, πετάομαι volo, volito διοδεύομαι iter facio per, transeo, transvolo. Սրանալ (որպէս սլաք նետի), սրաթռիչ լինել. սուրալ. սուրհալ. խոյանալ. խաղալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) —     pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā )     English meaning: to fall; to fly     Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen”     Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»