-
61 ζωνοειδής
ζωνο-ειδής, ές,A like a belt or girdle, Apollon.Lex. s.v. ἴρεσσιν ἐοικότες, Eust. 1068.24. Adv. - δῶς in belts, Olymp.in Mete.191.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωνοειδής
-
62 ζωοειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωοειδής
-
63 θαλασσοειδής
θᾰλασσο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσοειδής
-
64 θαμνοειδής
θαμνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαμνοειδής
-
65 θεατροειδής
θεᾱτρο-ειδής, ές,A like a theatre,πέτρα Str.4.1.4
, cf. D.S.19.45. Adv.- δῶς Str.16.2.41
; like the spectators in a theatre, Crito ap.Gal. 12.458.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεατροειδής
-
66 θεοειδής
θεο-ειδής, ές,A godlike, in Hom. of form,Πρίαμος Il.24.217
, al.; Ἀλέξανδρος, Τηλέμαχος, 3.16, Od.14.173, al.; ;θ. πρόσωπον Pl.Phdr. 251a
;οἱ ποιηταὶ τοὺς καλοὺς θεοειδεῖς ὀνομάζουσιν Plu.2.988d
, cf. Pl.R. 501b.II generally, godlike,θεοειδές τί ἐστιν ἡ ψυχή Id.Phd. 95c
, cf. Muson.Fr.17p.91H.; of things,λίθους, βοτάνας, ζῷα, ἀρώματα Iamb.Myst.5.23
: [comp] Comp. : [comp] Sup.- έστατος Eus.Mynd.33
;κόσμος ἐπῶν Phalar.Ep.147.2
: also irreg. θεειδ- (q.v.). Adv.- δῶς Herm.in Phdr.p.178A.
, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοειδής
-
67 θερμοειδής
θερμο-ειδής, ές,A of warm nature, EM557.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμοειδής
-
68 θηριοειδής
θηριο-ειδής, ές,A like a wild beast, Adam. 1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριοειδής
-
69 θηροειδής
θηρο-ειδής, ές,A having the forms of wild beasts, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηροειδής
-
70 θνητοειδής
θνητο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θνητοειδής
-
71 θολοειδής
θολο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολοειδής
-
72 θρομβοειδής
θρομβο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρομβοειδής
-
73 θυλακοειδής
θῡλᾰκο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυλακοειδής
-
74 θυμοειδής
θῡμο-ειδής, ές,b of horses, mettled, X.Mem.4.1.3; opp. εὐπειθέστατος, Id.Smp.2.10: [comp] Comp., opp. βλακωδέστερος, Id.Eq.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοειδής
-
75 θυρεοειδής
θῠρεο-ειδής, ές,A shield-shaped: χόνδρος θυρεοειδής (male θυροειδής ) the thyroid cartilage (in the larynx), Gal.2.839, UP7.11, al.;νῆσος θ. Str.17.2.2
; θ. τόπος prob. for θυρο- in Hippiatr.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρεοειδής
-
76 θυρσοειδής
θυρσο-ειδής, ές,A thyrsus-like, Dsc.3.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρσοειδής
-
77 θυσανοειδής
θῠσᾰνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσανοειδής
-
78 θωρακοειδής
θωρᾱκο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωρακοειδής
-
79 κακοειδής
κᾰκο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοειδής
-
80 καλαθοειδής
κᾰλᾰθο-ειδής, ές,A basket-shaped, narrow at the base, Cleom.2.2, Gal.18(1).822, Theo Sm.p.196H., Simp.in Cael.546.31. Adv.- δῶς Heraclit.All.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαθοειδής
См. также в других словарях:
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
εἰδῇς — οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδῃς — οἶδα see perf subj act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδῆις — εἰδῇς , οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοειδής — θερμοειδής, ές (Α) αυτός που έχει θερμή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ευ ειδής, κερατο ειδής] … Dictionary of Greek
θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ετερειδής — ἑτερειδής, ές (Α) ετεροειδής, φανταστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ετεροειδής — ές (ΑΜ ἑτεροειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος 2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος (νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος), πρβλ … Dictionary of Greek
ευειδής — ές (ΑΜ εὐειδής, ές) αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές η καλλονή, η ομορφιά τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσ… … Dictionary of Greek
ευλαβοειδής — εὐλαβοειδής, ές (Μ) ευλαβής, πλήρης σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλαβο (< ευλαβής) + ειδής < είδος (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek