-
1 ευπειθέστατος
-
2 εὐπειθέστατος
-
3 θυμοειδής
θῡμο-ειδής, ές,b of horses, mettled, X.Mem.4.1.3; opp. εὐπειθέστατος, Id.Smp.2.10: [comp] Comp., opp. βλακωδέστερος, Id.Eq.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοειδής
См. также в других словарях:
εὐπειθέστατος — εὐπειθής ready to obey masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με … Dictionary of Greek