-
1 θεατροειδής
θεᾱτρο-ειδής, ές,A like a theatre,πέτρα Str.4.1.4
, cf. D.S.19.45. Adv.- δῶς Str.16.2.41
; like the spectators in a theatre, Crito ap.Gal. 12.458.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεατροειδής
См. также в других словарях:
θεατροειδής — ές (Α θεατροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θέατρο, που έχει σχήμα θεάτρου. επίρρ... θεατροειδῶς (Α) 1. θεατρικά, σαν θέατρο 2. ως θεατής στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + ειδής < είδος (πρβλ. ατρακτο ειδής, ευ ειδής)] … Dictionary of Greek