-
121 κωλοειδής
κωλο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλοειδής
-
122 κωνοειδής
κωνο-ειδής, ές,A conical,σχῆμα Archim.Con.Sph.Praef.
, al., Ph.Bel. 86.51; of the creative fire, Cleanth.Stoic.1.111; of the apex of the Roman flamen, D.H.2.70;σκιά Cleom.2.2
, etc.;σκίασμα D.C.60.26
; τὸ κ. conoid, Archim.Con.Sph.Praef., etc. Adv. -δῶς Placit.4.15.3
, Cleom.2.2, Phlp.in de An.140.34.II metaph., concise, pointed,ἑρμηνεία συνεστραμμένη καὶ οἷον εἰπεῖν κ. Corn.Rh.p.387
H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωνοειδής
-
123 λαμπροειδής
λαμπρο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπροειδής
-
124 λαχανοειδής
λᾰχᾰνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανοειδής
-
125 λεβητοειδής
λεβητο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεβητοειδής
-
126 λεκιθοειδής
λεκῐθο-ειδής, ές,A = λεκιθώδης, Hp.Morb.2.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκιθοειδής
-
127 λεοντοειδής
λεοντο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντοειδής
-
128 λεπιδοειδής
λεπῐδο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπιδοειδής
См. также в других словарях:
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
εἰδῇς — οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδῃς — οἶδα see perf subj act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδῆις — εἰδῇς , οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοειδής — θερμοειδής, ές (Α) αυτός που έχει θερμή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ευ ειδής, κερατο ειδής] … Dictionary of Greek
θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ετερειδής — ἑτερειδής, ές (Α) ετεροειδής, φανταστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ετεροειδής — ές (ΑΜ ἑτεροειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος 2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος (νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος), πρβλ … Dictionary of Greek
ευειδής — ές (ΑΜ εὐειδής, ές) αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές η καλλονή, η ομορφιά τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσ… … Dictionary of Greek
ευλαβοειδής — εὐλαβοειδής, ές (Μ) ευλαβής, πλήρης σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλαβο (< ευλαβής) + ειδής < είδος (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek