-
1 θυρσοειδής
θυρσο-ειδής, ές,A thyrsus-like, Dsc.3.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρσοειδής
См. также в других словарях:
θυρσοειδής — θυρσοειδής, ές (Α) όμοιος με θύρσο, αυτός που έχει σχήμα ή μορφή θύρσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek