-
1 θολοειδής
θολο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολοειδής
См. также в других словарях:
θολοειδής — ές (Α θολοειδής, ές) αυτός που μοιάζει ή έχει σχήμα θόλου αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με θολία* 2. (ειδ.) το Πάνθεον στη Ρώμη. επίρρ... θολοειδώς (Α θολοειδῶς) με τρόπο θολοειδή, όμοια με θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek