-
1 ὁροθεσία
ὁρο-θεσία, ἡ,A fixing of boundaries: in pl., limitations, boundaries:— Inscr.Prien.42.8 and 12 (ii B. C.), Act.Ap.17.26 (pl.), BGU889.17 (ii A.D.).II [suff] ὁρο-θέσια, τά, Gal.19.349, Hsch., etc.: gloss on οὖροι, Gloss.Hdt.ap.Stein Herodotus 2p.468: the sg. ὁροθέσιον (boundary) occurs in Petr.Patr.p.433 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁροθεσία
-
2 ὀρονύχιον
A night-watch, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρονύχιον
-
3 ὀροπέδιον
ὀρο-πέδιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροπέδιον
-
4 ὀροποτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροποτέω
-
5 ὀροποτίη
A drinking of whey, Id.Morb.2.70 (with v.l. ὀρρ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροποτίη
-
6 ὀροφοιτάω
A = ὀρειφοιτέω, LXX 4 Ma.14.15 (v.l. -οῦντα, but perh. ὀροφοφοιτ- shd. be read), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροφοιτάω
-
7 ὀροφοίτης
A = ὀρειφοίτης, EM 461.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροφοίτης
-
8 ὁροθετέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁροθετέω
-
9 ὁροθέτης
A terminator, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁροθέτης
-
10 ὅρος
Grammatical information: m.Meaning: `border, boundary mark (pole, column, stone), term, limit, mark, appointment, definition' (Att. Cf. Koller Glotta 38, 70ff.).Compounds: Sometimes as 1. member, e.g. ὁρο-θεσία f. `the fixing of boundaries' (hell. inscr., Act. Ap., pap.), as νομο-θεσία a.o., formal from ὁρο-θέ-της (gloss.), comp. of ὅρον θεῖναι with τη-suffix; often as 2. member, e.g. δί-ωρος `with two boundary stones' (Arc. IVa), ἀμφ-ούρ-ιον n. `toll, paid by the seller to the owner of the neighbouring estate as a fixation of the sale' (pap. IIIa, Rhod. inscr. IIa), ἀμφουριασμός m. (*ἀμφουρι-άζω); s. Wilhelm Glotta 14, 68ff., 83, Preisigke Wb. s.v.; zu εὑθυωρία s. v.Derivatives: 1. ὅρία n. pl. (rarely sg.) `borderline, border areas etc.' (Hp., Att., Arc.); 2. ὁρία f. `border' (Att. inscr.); 3. ὅριος `belonging to the border' ( Ζεὺς ὅρ., Pl., D.) = Lat. Terminus (D.H., Plu.); 4. ὁρικός `belonging to definition' (Arist.); 5. ὁρ-αία τεκτονική = gruma, - ιαῖος λίθος (gloss.); 6. ὁρίζω, aor. - ίσαι (Ion. οὑρ-), often w. prefix, e.g. δι- ( ἐπι-δι- etc.), ἀφ-, περι-, προσ-, `to border, to demarcate, to separate, to determine, to define' (IA.) with ( ἀφ-, περι-, δι-)ὅρισμα ( οὔρ-) `limitation, border' (Hdt., E.), ( ἀφ-, περι- etc.) ὁρισμός `limitation, determination etc.' (Att.), ( δι-)ὅρισις (Pl., Arist.), ὁρισ-τής m. `landmarker' (Att., Tab. Heracl.), - τικός `belonging to limitation or determination, limiting, defining' (Arist.). -- 7. ὀρεύς s. v.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [?] *(u̯)eru̯-?Etymology: Not certainly explained. -- An orig. (h) όρϜος (= Corc.) can stand for still older *ϜόρϜος (Schwyzer 306 a. 226 f.) and can be connected wih Lat. urvāre ( amb-) `surround with a (boundary)furrow' (Fest. from Enn., Dig.) as a cognate; the basic noun urvus `circuitus civitatis' (gloss.; transm. urus) can agree except for he ablaut (IE *u̯r̥u̯os against *u̯oru̯os). Here also Osc. uruvú from PItal. * urvā, if with Schulze ZGLE 549 n. 1 a.o. `boundaryfurrow, border' (cf. Vetter Hb. d. ital. Dial. 1, 442). Further connection wih ἐρύω `draw' (s.v.) is then possible. -- Also an alternative basis *ὄρϜος (w. second. asper) can be combined with Lat. urvus (then from *r̥u̯os; to ὀρύ-σσω?, s.v.). -- WP. 1, 293 a. 2, 352 f., W.-Hofmann s. urvus w. further lit. S. also οὑροί and 2. οὖρον.Page in Frisk: 2,425-426Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὅρος
-
11 ὄρος
ὄρος, οὖρος (ὄρος, ὄρει, ὄρος; ὀρέων, ὄρεσιν: οὔρεϊ, οὔρεσι.)1 mountain ὑπὸ Κυλλάνας ὄρο̄ς (Π, Snell, cf. Σ: ὅροις codd.) O. 6.77 Ζεῦ ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος (Etna) P. 1.30πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν P. 3.90
ἐν οὔρεσι P. 6.21
“ ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων” P. 9.34 δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν at Nemea N. 6.44τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Ἀλκυονῆ I. 6.32
καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα fr. 51a. 3. ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός (Wil.: μαλέγορος codd.) fr. 156. -
12 ὑπό
1 c. acc.,a under, below ὑπὸ Κυλλάνας ὄρο̄ς, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες (Π: ὅροις codd.) O. 6.77τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81
[codd. P. 10.15] ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1.b under, up to the walls ofθαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.60
2 c. gen.,a belowπολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.83
λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.40
λόχμαισι δὲ δοκεύσαις ὑπὸ Κλεωνᾶν δάμασε O. 10.30
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
[coni. Bergk P. 8.77] ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμων(α) ἀγὼν πέτραν codd.) P. 10.15b from (out of) of the delivery of a child,ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.43
“παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ ἀνελὼν φίλας ὑπὸ ματέρος οἴσει” P. 9.61ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων μόλεν N. 1.35
met., of deliverance, ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (ἀπ byz.) O. 5.14Ὀρέστα· τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18
c to the accompaniment ofτεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί O. 4.2
καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (i. e. with lyre and flute) O. 7.13 σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς Παρθ. 2. 14.d of agency,I of things, under the influence of ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O.2.19.cf.O.6.43.II of pers. ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν under the influence of O. 2.96 Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη by, at the the hands of N. 2.203 c. dat.,a lying below, at the foot of [ ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις (ὄρος Π.) O. 6.77] τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ ἕξ (v. l. ἐπ) O. 13.106ὄχθαις ὕπο Ταυγέτου ναίοντες P. 1.64
δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν N. 6.44
ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλ' αἰθομένα τε δαὶς ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις Δ. 2. 11.b down in, underἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 18. πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.c from under ( θρῆνον)τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς ἄιε λειβόμενον P. 12.9
d yoked to ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι (Bergk e Σ: ἐν unus cod.; om. alter) I. 5.5 ὑφ' ἅρμασιν ἵππος (v. l. ἐν) fr. 234. 1.e by means of, by, withβωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (byz.: θ' ὑπὸ codd.) P. 5.100 ( σοφοὶ)οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι N. 7.84
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται N. 9.33
“νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” I. 6.44 κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9.f under the force of, under the influence of [εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19]ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.36
δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὕπ' Ἀρτέμιδος (Hermann: ὑπ codd.) P. 3.10 βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμανἔνεπεν N. 1.68
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ N. 8.30
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (v. l. μέτρον: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4
ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινι (sc. δείματι, simm.) —συνάγεν θρόον Pae. 9.34
g of pers., by, throughὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
“ ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.454 fragg. ] α βοῦς ὑπ' οἴστρ[ fr. 51f. b. 13. ] ὕπο[ P. Oxy. 2447. 5. B in tmesis νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19 ὑπὸ κίονες ἕστασαν (v. ὑφίσταμι) Pae. 8.69 -
13 ἰσόρροπος
A in equipoise, of the balance, Pl.Phd. 109a, Plt. 270a ([comp] Sup.), etc.;τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ A.Pers. 346
; ἰσορρόπου τοῦ πήχεως (sc. τοῦ ζυγοῦ)γινομένου IG22.1013.34
.2 generally, well-balanced, well-matched, ἰ. αὐτὸς ἑαυτῷ of a man with his legs of the same length, Hp.Fract.19; of a nose, flattened, but not awry, Id.Art.37; of a bone, cylindrical, ib. 34; δέρμα ἰ., opp. περιρρεπής, ib.50; ἰ. ἀγών evenly balanced, E.Supp. 706;μάχη Th.1.105
; ; ; : c. dat., τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰ. τῷ ἑωυτῶν ἂν γίνοιτο would become a match for their own, Hdt.5.91;ἰ. Ῥωμαίοις Hdn.6.7.8
;ἰ. καταστῆναί τινι IPE12.40.18
(Olbia, ii A.D.); ἰ. ὁ λόγος τῶν ἔργων in precise equipoise with.., Th.2.42;ἰ. πρός τι Hdn.6.3.2
.II Adv.-όπως, ἀφιέναι Hp.Art.43
;πορεύεσθαι Pl.Phdr. 247b
;ἀγωνίσασθαι D.C.41.61
: neut. pl. ἰσόρροπα as Adv., Tim.Pers.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόρροπος
-
14 ὁμομηλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμομηλίς
-
15 κνέωρος
Grammatical information: m.Meaning: name of a stinging plant, `Daphne, Thymelaea' (Thphr., Dsc., Plin., H.) with κ\<ν\> εωρεῖν πασχητιᾶν H.? (cf. Fraenkel Glotta 4, 42).Other forms: - ον n.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Like synonymous κνῆστρον connected with κνῆν (s. - κναίω), but the formation remains unclear. A basic form *κνη[σ]ορος ( κνησ-: Skt. ki-knasa- `case-shot, coal-dust, grit' etc.; against this Mayrhofer KEWA s. v.) with suffixal - ορο- does not convince.Page in Frisk: 1,882Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κνέωρος
-
16 ὀρός
Grammatical information: m.Meaning: `the watery part of curdled milk, the whey', also metaph. of other liquids (Od., Hp., Pl., Arist.).Etymology: Prop. oxytonized nom. ag. (as τροφός etc., Chantraine Form. 9 f.) with Ion. psilosis beside the nom. act. Lat. serum n. `id.' from a verb `run, flow', retained in Skt. sí-sar-ti, sár-ati, aor. á-sar-at ; so ὀρός prop. "the runner" (cf. Porzig Satzinhalte 316) and phonetically identical with Skt. sará- `flowing, liquid'. WP. 2, 497f., Pok. 909f., W.-Hofmann s. serum m. w. further forms a. lit.Page in Frisk: 2,425Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρός
-
17 σπίζω
Grammatical information: v.Meaning: of birds `to squeak, to chirp' (Arat., Thphr.).Other forms: Also σπίνος m. `finch' (com., Thphr., Arat.) with σπιν-ίον, - ίδιον (com.); byforms: σπίνα ὁ σπίνος, σπινθία εἶδος ὀρνιθαρίων, σπίνοι; σπίγγον σπίνον; also πίγγαν νεόσσιον. Άμερίας, σπύγγας ὄρνις H.Derivatives: Beside it σπίζα f. `common chaffinch' (S. Fr. 431, Arist., Timo) with σπιζία τὰ ὄρνεα ἅπαντα H.; σπιζ-ίας m. `sparrow hawk' (Arist.), = εἶδος ἱέρακος H., - ίτης m. (Arist.), = εἶδος αἰγιθάλου ὀρνέου H. (Redard 84); ὀρό-σπιζος m. `brambling' (Arist.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.Etymology: With σπίζω cf. τρίζω a. o., to which σπίζα. The form σπίνος has perh. assimilated itself to the adj. σπινός `meager', as Swed. spink as birdname cannot be separated from spink(e) `meager man', spink `scrap'. The other forms including σπίζω, σπίζα can, with the exception of πίγγαν, be derived from a common σπιγγ-, so that they differ only through the anlaut. σ- from the Germanic name of the finch, OHG fincho, OE finc, PGm. *fink(i̯)an-, * finki-. (Here may be adduced with aspiration Skt phiṅgaka- m. `the strangler with forked tail' (Germ.: der gabelschwänziger Würger) (Lex.)). Original sonnection is therefore possible; on the other hand these words were clearly exposed so several associations and following transformations, so that a phonetical and undisturbed genealogy becomes impossible. For Greek one was reminded except of σπινός also of σπιγνόν μικρόν, βραχύ and σπίκανον σπάνιον; s. Persson Beitr. 1, 402 f. (also 1, 266 n. 3) with extensive treatment of the Germanic words and rather quick rejection of a rather obvious onomatop. origin. Details w. lit. in WP. 2, 682 (Pok. 999). - The connection with Germanic may go back to a European substratum word, or a `Wanderwort'; there are no indications for a Pre-Greek word. The variations can in no way be understood.Page in Frisk: 2,766-767Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπίζω
-
18 ὅραμα
ὅραμα, ατος, τό (ὁράω; X. et al.) in our lit. of extraordinary visions, whether the pers. who has the vision be asleep or awake.① someth. that is viewed with one’s eye, someth. seen, sight, vision (acc. to Artem. 1, 2 p. 5, 19 ὅραμα is someth. that can actually be seen, in contrast to 5, 17 φάντασμα=a figment of the imagination; PCairGoodsp 3, 5 [III B.C.]; PParis 51, 38 [160 B.C.]=UPZ 78 τὸ ὅραμα τοῦτο ὸ̔ τεθέαμαι; Ex 3:3; Dt 4:34; Da 7:1; En 99:8; TestAbr A 4 p. 81, 13 [Stone p. 10] ἀναγγελεῖ τὸ ὅραμα; TestLevi 8:1 εἶδον ὅραμα; 9:2) of the Transfiguration Mt 17:9. Of God’s appearance in the burning bush Ac 7:31. Cp. Ac 10:17, 19; 11:5; 12:9; 16:9f (Appian, Bell. Civ. 4, 134 §565 Brutus, when he is about to cross over ἐκ τῆς Ἀσίας ἐς τὴν Εὐρώπην … νυκτός sees someth. that appeared to him [ὄψιν ἰδεῖν]: a φάσμα—not a human being, not a god, but a δαίμων κακός—stands at his side and speaks to him; cp. Philostrat., Life of Apollonius 4, 34 on a change of plan prompted by a dream [ὄναρ]); Hv 4, 2, 2. ἐπιδεικνύναι τινὶ ὅραμα show someone a vision 3, 2, 3. δεικνύναι τινὶ ὁράματα (w. ἀποκαλύψεις) 4, 1, 3. ἀποκαλύπτειν τὰ ὁράματα reveal the visions (double sense, as in the original, which can be understood of the visions themselves or of the interpretation of their mng.) 3, 4, 3.② the act by which the recipient of a vision is granted a vision, or the state of being in which the pers. receives a vision, vision (SIG 1128 καθʼ ὅραμα; LXX) of the Lord: εἰπεῖν ἐν νυκτὶ διʼ ὁράματος say at night in a vision Ac 18:9. ἐν ὁράματι (Gen 15:1; 46:2 εἶπεν ὁ θεὸς ἐν ὁρ. τῆς νυκτός; Da 7:13) εἶδεν ἐν ὁρ. ἄγγελον (cp. TestJud 3:10) Ac 10:3. Cp. 9:10, 12. βλέπειν ἐν ὁρ. τῆς νυκτός Hv 3, 10, 6. [τοῦ παιδὸ] τ̣ο̣υ̣ [διελ]θόντο ἐν ὁρό(=ά)ματι διὰ [τοῦ κεκλεισμένου] κοιτῶ̣[νο] [the youth] who, in (Paul’s) vision, had entered through [the closed] bedroom AcPl Ha 5, 31f. ἐν ὁράματι ἰδ[ούση] τὸν κύριον having seen the Lord in a vision Ox 3525, 19. Ox 1224 Fgm. 2 recto, II, 3 (=Kl. T. 83, p. 26, 10) Ἰῆ [ἐ]ν ὁράμα[τι λέγει]. S. ὅρασις 3, ὄναρ, and πνεῦμα 6f.—DELG s.v. ὁράω. M-M. TW. EDNT.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek