-
1 ὀροφοίτης
A = ὀρειφοίτης, EM 461.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροφοίτης
См. также в других словарях:
λαμπροφοίτης — λαμπροφοίτης, ου, ό (Α) (για τον ήλιο) αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορο φοίτης, ουρανο φοίτης]· … Dictionary of Greek