-
1 ισόρροπα
-
2 ἰσόρροπα
-
3 ἰσόρροπος
A in equipoise, of the balance, Pl.Phd. 109a, Plt. 270a ([comp] Sup.), etc.;τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ A.Pers. 346
; ἰσορρόπου τοῦ πήχεως (sc. τοῦ ζυγοῦ)γινομένου IG22.1013.34
.2 generally, well-balanced, well-matched, ἰ. αὐτὸς ἑαυτῷ of a man with his legs of the same length, Hp.Fract.19; of a nose, flattened, but not awry, Id.Art.37; of a bone, cylindrical, ib. 34; δέρμα ἰ., opp. περιρρεπής, ib.50; ἰ. ἀγών evenly balanced, E.Supp. 706;μάχη Th.1.105
; ; ; : c. dat., τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰ. τῷ ἑωυτῶν ἂν γίνοιτο would become a match for their own, Hdt.5.91;ἰ. Ῥωμαίοις Hdn.6.7.8
;ἰ. καταστῆναί τινι IPE12.40.18
(Olbia, ii A.D.); ἰ. ὁ λόγος τῶν ἔργων in precise equipoise with.., Th.2.42;ἰ. πρός τι Hdn.6.3.2
.II Adv.-όπως, ἀφιέναι Hp.Art.43
;πορεύεσθαι Pl.Phdr. 247b
;ἀγωνίσασθαι D.C.41.61
: neut. pl. ἰσόρροπα as Adv., Tim.Pers.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόρροπος
См. также в других словарях:
ἰσόρροπα — ἰσόρροπος in equipoise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόρροπος — η, ο (ΑΜ ἰσόρροπος, ον) 1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία 2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις») μσν. 1. ισάξιος 2. ισοδύναμος 3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς… … Dictionary of Greek