Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰσόρροπα

См. также в других словарях:

  • ἰσόρροπα — ἰσόρροπος in equipoise neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόρροπος — η, ο (ΑΜ ἰσόρροπος, ον) 1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία 2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις») μσν. 1. ισάξιος 2. ισοδύναμος 3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»