Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξυνεταράχϑησαν

См. также в других словарях:

  • ξυνεταράχθησαν — συνταράσσω throw into confusion aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνταράσσω — ΝΑ, και συνταράζω Ν, και αττ. τ. συνταράττω Α [ταράσσω] 1. προξενώ αναταραχή, διαταράσσω, ανακατεύω, κάνω άνω κάτω 2. προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω (α. «τόν συντάραξαν οι καινούργιες ειδήσεις» β. «τῷ θανάτῳ τοῡ παιδὸς συντεταραγμένος» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»