Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νοτ-ίς

См. также в других словарях:

  • θεληματάρης — άρα, άρικο (Μ θεληματάρης, άρα, άρικο και θεληματάριος, ον) νεοελλ. αυτός που κάνει θελήματα με αμοιβή ή δωρεάν μσν. 1. πεισματάρης 2. απειθάρχητος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) (στο Βυζάντιο) οἱ θεληματάριοι εθελοντές μισθοφόροι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κοξάριος — κοξάριος, ον (Μ) αυτός που πάσχει στο ισχίο του, στον γοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόξα + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. νοτ άριος, σπαθ άριος] …   Dictionary of Greek

  • νόσφι — και, πριν από φωνήεν, νόσφιν (Α) επίρρ. (ποιητ. τ.) (συν. στον Ομ. και στον Αισχύλ.) 1. (ως τοπ.) μακριά, απομακρυσμένα 2. (ως τροπ.) κατ ιδίαν, παράμερα, κρυφά 3. (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική διάθεση) μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • οριαίος — ὁριαῑος, α, ον (Α) φρ. «οριαίος λίθος» λίθος που δείχνει τα όρια, πέτρα που έχει τοποθετηθεί ως σημάδι για σύνορα χωραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρος (Ι) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νοτ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • πουζολάνα — και πουζολάνη, η, Ν (πετρογρ. τεχνολ.) υδραυλική συγκολλητική ύλη που ανακαλύφθηκε από τους Ρωμαίους και χρησιμοποιείται ακόμη σε ορισμένες χώρες και η οποία παρασκευάζεται από θρυμματισμένη σκωρία, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, λ.χ. θηραϊκή γη …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»