Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νοτώδης

См. также в других словарях:

  • νοτώδης — νοτώδης, ῶδες (Α) [νότος] υγρός, νοτιώδης* …   Dictionary of Greek

  • νοτώδη — νοτώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νοτώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νοτώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτώδεα — νοτώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νοτώδης masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»