-
1 νοτία
νοτίᾱ, νότιοςmoist: fem nom /voc /acc dualνοτίᾱ, νότιοςmoist: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)νοτίᾱ, νοτίαdamp: fem nom /voc /acc dualνοτίᾱ, νοτίαdamp: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)νοτίᾱ, νοτιάωpres imperat act 2nd sgνοτίᾱ, νοτιάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————νοτίᾱͅ, νότιοςmoist: fem dat sg (attic doric aeolic)νοτίαι, νοτίαdamp: fem nom /voc plνοτίᾱͅ, νοτίαdamp: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 νοτία
νοτία, ἡ, Nässe, Feuchtigkeit; νοτίαι εἰαριναί, Frühlingsregen, Il. 8, 307; Suid. erkl. auch ἡ ϑάλασσα, fem. zu νότιος.
-
3 νοτια
-
4 νοτία
νοτία, ἡ, Nässe, Feuchtigkeit; νοτίαι εἰαριναί, Frühlingsregen -
5 νοτίᾳ
Βλ. λ. νοτία -
6 νότια
επίρρ. южнее, к югу -
7 νοτιά
η1) юг; 2) южный ветер; 3) сырость, сырая погода -
8 Νότια
Νότιονneut nom /voc /acc pl -
9 νότια
νότιοςmoist: neut nom /voc /acc plνότιοςmoist: neut nom /voc /acc pl -
10 νοτία
νοτ-ία, ἡ,A damp, moisture, νοτίαι εἰαριναί spring showers, Il.8.307 : abs., wet weather, Arist. HA 551a3, Thphr.HP7.14.1. -
11 Νότια Σινική θάλασσα
η Южно-Китайское море -
12 νοτίας
νοτίᾱς, νότιοςmoist: fem acc plνοτίᾱς, νότιοςmoist: fem gen sg (attic doric aeolic)νοτίᾱς, νοτίαdamp: fem acc plνοτίᾱς, νοτίαdamp: fem gen sg (attic doric aeolic)νοτίᾱς, νοτιάωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
13 νοτίαν
νοτίᾱν, νότιοςmoist: fem acc sg (attic doric aeolic)νοτίᾱν, νοτίαdamp: fem acc sg (attic doric aeolic)νοτίᾱν, νοτιάωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)νοτίᾱν, νοτιάωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
14 νοτίασον
νοτίᾱσον, νοτιάωaor imperat act 2nd sg (attic doric) -
15 νότιος
A moist, damp, rainy, ν. ἱδρώς damp sweat, Il.11.811, 23.715 ;ν. θέρος Pi.Fr.107.13
;ἔαρ Hp.Aph.3.11
, cf. Arist.Pr. 860a36 ;παγαί A.
l.c. ; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [ναῦν] well out in the water, opp. the beach, Od.4.785, 8.55 ;ν. δῖναι ἅλμας E.Hipp. 150
(lyr.): [comp] Comp., Str.4.4.1.II to the south, southern,ν. θάλασσα Hdt.4.13
, 6.31 ; esp. of the Indian Ocean, Id.3.17, cf. 2.11, 158 ; τὸ τεῖχος τὸ ν., at Athens, And.3.7 ; ν. ἀήτης a south wind, A.R.4.1538 ; νότια (with or without πνεύματα) southerly winds, Arist.Mete. 364a19, Pol. 1290a14 ; during southerly winds,Id.
HA 574a1 ;νότια πνεῖ Thphr. CP1.13.5
;ἐὰν ᾖ νότια Id.HP4.14.9
;ὁ ν. ἀήρ Arist.Mete. 377b27
; τὰ ν. ὕδατα southerly rains, ib. 358a28 ; ν. [ὕδωρ] water from southern slopes, Id.HA 596a28 ; ν. Ἰχθῦς, the constellation Piscis Australis, Eudox. ap. Hipparch.2.1.21 (νότειος Ἰ. PLond.1.130.148
(i/ii A.D.)): [comp] Comp.- ώτερος Porph.Antr.21
: [comp] Sup.- ώτατος Str.13.1.68
. -
16 νοτιάν
νότιοςmoist: masc /fem gen pl (doric)νοτίαdamp: fem gen pl (doric aeolic)νοτιάωpres part act masc voc sg (doric aeolic)νοτιάωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)νοτιάωpres part act masc nom sg (doric aeolic)νοτιᾶ̱ν, νοτιάωpres inf act (epic doric)νοτιάωpres inf act (attic doric) -
17 νοτιᾶν
νότιοςmoist: masc /fem gen pl (doric)νοτίαdamp: fem gen pl (doric aeolic)νοτιάωpres part act masc voc sg (doric aeolic)νοτιάωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)νοτιάωpres part act masc nom sg (doric aeolic)νοτιᾶ̱ν, νοτιάωpres inf act (epic doric)νοτιάωpres inf act (attic doric) -
18 νοτίη
νότιοςmoist: fem nom /voc sg (epic ionic)νοτίαdamp: fem nom /voc sg (epic ionic)νοτιάωpres imperat act 2nd sg (doric)νοτιάωimperf ind act 3rd sg (doric)——————νότιοςmoist: fem dat sg (epic ionic)νοτίαdamp: fem dat sg (epic ionic) -
19 νοτιος
1) влажный, мокрыйνότιον θέρος Pind. — дождливое лето
2) текучий, полноводный(παγαί Aesch.)
νοτία ἅλμη Eur. — открытое море;ν. ἱδρώς Hom. — обильный пот3) южный(πνεύματα Arst.; τεῖχος Plut.)
-
20 Αμερική
η Америка;Βόρειος Αμερική — Северная Америка;
Κεντρική Αμερική — Центральная Америка;
Λατινική Αμερική — Латинская Америка;
Νότια Αμερική — Южная Америка
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νοτία — νοτίᾱ , νότιος moist fem nom/voc/acc dual νοτίᾱ , νότιος moist fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοτίᾱ , νοτία damp fem nom/voc/acc dual νοτίᾱ , νοτία damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοτίᾱ , νοτιάω pres imperat act 2nd sg νοτίᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτίᾳ — νοτίᾱͅ , νότιος moist fem dat sg (attic doric aeolic) νοτίαι , νοτία damp fem nom/voc pl νοτίᾱͅ , νοτία damp fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 595 μ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπίας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, κοντά στα σύνορα με τη Νοτιοσλαβία. * * * η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη) καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
νοτιά — η 1. σημείο του ορίζοντα, μεσημβρία, νότος: Το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει, σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση (Παλαμάς). 2. νότιος άνεμος, νοτιάς, όστρια. 3. υγρασία: Η νοτιά με πειράζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νότια Καρολίνα — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Καρολίνα, Νότια … Dictionary of Greek
Νότια — Νότιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότια — νότιος moist neut nom/voc/acc pl νότιος moist neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότια Αφρική — Βλ. λ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Νότια Γεωργία — (South Georgia). Νησί (4.144 τ. χλμ., 4.000 κάτ.) του νότιου Ατλαντικού που βρίσκεται μεταξύ 54° και 55° νότιου γεωγραφικού πλάτους περίπου 2.000 χλμ. στα Α της Γης του Πυρός· διοικητικά εξαρτάται από τη βρετανική αποικία των νήσων Φάλκλαντ, αλλά … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Νέα Νότια Ουαλία — (New South Wales). Ομόσπονδη Πολιτεία (801.600 τ. χλμ., 5.761.900 κάτ.) της Αυστραλίας. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της Αυστραλίας και βρέχεται στα Α από τον Ειρηνικό ωκεανό και ορίζεται από την Κουίνσλαντ στα Β, τη Βικτόρια στα Ν και τη… … Dictionary of Greek