-
1 νεκρό
neutralΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νεκρό
-
2 νεκροάρτης
A = νεκρεπάρτης, AJP34.448 ([place name] Egypt).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροάρτης
-
3 νεκροβαρής
νεκρο-βᾰρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροβαρής
-
4 νεκροβαστάξ
A bearing the dead, EM270.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροβαστάξ
-
5 νεκροβόρος
νεκρο-βόρος, ον,A corpse-devouring, Cyran.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροβόρος
-
6 νεκροδέγμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδέγμων
-
7 νεκροδερκής
νεκρο-δερκής, ές,A looking like the dead, Man.4.555 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδερκής
-
8 νεκροδόκος
νεκρο-δόκος, ον,A = νεκροδέγμων, receiving the dead,κλιντήρ AP7.634
(Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδόκος
-
9 νεκροδότης
A uspinio (fort. vespillo), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδότης
-
10 νεκροδοχεῖον
νεκρο-δοχεῖον, τό,A burialplace, mausoleum, Luc.Cont.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδοχεῖον
-
11 νεκροδόχος
νεκρο-δόχος, ον,A = νεκροδέγμων, Eust.1903.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδόχος
-
12 νεκροθάπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροθάπτης
-
13 νεκροθήκη
νεκρο-θήκη, ἡ,A coffin or urn, E.Fr.472.17 (anap.); place for a coffin or urn, prob. in Rev.Bibl.39.532 (pl., Palmyra, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροθήκη
-
14 νεκροκαύστης
A one who burns corpses, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροκαύστης
-
15 νεκροκομίζω
A take care of the dead, Eust.1080.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροκομίζω
-
16 νεκροκορίνθια
νεκρο-κορίνθια, τά,A vases dug out of the tombs of Corinth, Str.8.6.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροκορίνθια
-
17 νεκροκόσμος
νεκρο-κόσμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροκόσμος
-
18 νεκρομαντεία
νεκρο-μαντεία, ἡ,A gloss on νεκυομαντεία, necromancy, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκρομαντεία
-
19 νεκρομαντεῖον
νεκρο-μαντεῖον, τό,A = νεκυομαντεῖον, Id. s.v. νεκύωρον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκρομαντεῖον
-
20 νεκρόμαντις
A necromancer, Lyc.682.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκρόμαντις
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
νεκρικός — ή, ό (ΑΜ νεκρικός, ή, όν) [νεκρός] 1. αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, νεκρώσιμος, επιθανάτιος (α. «νεκρική λαμπάδα» β. «νεκρικός θάλαμος» ο θάλαμος στον οποίο τοποθετείται ο νεκρός πριν από την κηδεία) 2. ο όμοιος… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
мьртвыи — (619) пр. 1.Мертвый, умерший: На земли ѹбо положена быста ˫ако мьртва. Стих 1156–1163, 105 об.; ѥгда въсхотѣ ли˫ати въ кандило масло то. и се видѣ мышь въпадъшю въ нѥ мьрътвѹ плавающѹ. въ нѥмь. ЖФП XII, 53б; мьртва бо плъть вл҃дко чюда творити… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)