-
1 νεκροάρτης
A = νεκρεπάρτης, AJP34.448 ([place name] Egypt).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροάρτης
См. также в других словарях:
πηλοάρτης — ὁ, Α ο εργάτης, ο οικοδόμος που σηκώνει και μεταφέρει τον πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + άρτης (< θ. αρ τού αἴρω «σηκώνω»), πρβλ. νεκρο άρτης] … Dictionary of Greek