-
1 κλιντήρ
κλιντήρcouch: masc nom sg -
2 κλιντήρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κλιντήρ
-
3 κλιντήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιντήρ
-
4 κλιντήρων
κλιντήρcouch: masc gen pl -
5 κλιντήρα
-
6 κλιντῆρα
-
7 κλιντήρας
-
8 κλιντῆρας
-
9 κλιντήρες
-
10 κλιντῆρες
-
11 κλιντήρι
-
12 κλιντῆρι
-
13 κλιντήρος
-
14 κλιντῆρος
-
15 κλιντήρσιν
-
16 κλιντῆρσιν
-
17 κλινοκαθέδριον
κλῑνο-καθέδριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινοκαθέδριον
-
18 κλιντήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιντήριον
-
19 κλυντήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυντήρ
-
20 νεκροδόκος
νεκρο-δόκος, ον,A = νεκροδέγμων, receiving the dead,κλιντήρ AP7.634
(Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδόκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλιντήρ — couch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήρ — ο (AM κλιντήρ, ῆρος) το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων» … Dictionary of Greek
κλιντῆρα — κλιντήρ couch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρας — κλιντήρ couch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρες — κλιντήρ couch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρι — κλιντήρ couch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρος — κλιντήρ couch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρσιν — κλιντήρ couch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήρων — κλιντήρ couch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήριον — κλιντήριον, τὸ (Α) [κλιντήρ] υποκορ. τού κλιντήρ* … Dictionary of Greek
κλιντηρία — κλιντηρία, ἡ (Μ) [κλιντήρ] είδος καθίσματος, κλιντήρ* … Dictionary of Greek