-
1 νεκυομαντείον
-
2 νεκυομαντεῖον
-
3 νεκυομαντεῖον
A oracle of the dead, where ghosts were called up, Hdt.5.92. ή, Cic.Tusc.1.16.37, D.S.4.22, Plu.Cim.6, Paus.9.30.6: in pl., PMag.Lond.121.285.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκυομαντεῖον
-
4 νεκυομαντήιον
νεκυομαντήϊον, νεκυομαντεῖονoracle of the dead: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
5 νεκρομαντεῖον
νεκρο-μαντεῖον, τό,A = νεκυομαντεῖον, Id. s.v. νεκύωρον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκρομαντεῖον
См. также в других словарях:
νεκυομαντείον — νεκυομαντεῑον, ιων. τ. νεκυομαντήϊον, τὸ (Α) το νεκρομαντείο, το μαντείο όπου προσκαλούσαν τα πνεύματα τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + μαντεῖον] … Dictionary of Greek
νεκυομαντεῖον — oracle of the dead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
νεκυώριον — και νεκύωρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεκυομαντεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ὥρα «εξέταση, σκέψη, φροντίδα»] … Dictionary of Greek
νεκυομαντήιον — νεκυομαντήϊον , νεκυομαντεῖον oracle of the dead neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)