-
1 νεκρό
neutralΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νεκρό
-
2 νεκρό-σῡλος
νεκρό-σῡλος, Todte plündernd, beraubend (?).
-
3 νεκρό-τᾱγος
νεκρό-τᾱγος, ὁ, Todtenfürst, -richter, Minos, bei Lycophr. 1398.
-
4 νεκρό-χρως
νεκρό-χρως, todtenfarbig, E. M. 340, 10.
-
5 νεκρό-μαντις
νεκρό-μαντις, ὁ, der Todtenprophet, der Todte heraufbeschwört u. über die Zukunft befragt, Lycophr. 682.
-
6 νεκρό-δεγμος
νεκρό-δεγμος, = Folgdm, Sp.
-
7 νεκρο-πομπός
νεκρο-πομπός, Todte geleitend, führend; Eur. Alc. 443; Luc. D. D. 24, 1.
-
8 νεκρο-ποιός
νεκρο-ποιός, todt machend, Sp., wie Eust.
-
9 νεκρο-πέρνας
νεκρο-πέρνας, ὁ, Todten-, Leichenoerkäuser, Lycophr. 276.
-
10 νεκρο-στόλος
νεκρο-στόλος, Todte ankleidend, schmückend, bestattend, Artemid. 4, 58 u. a. Sp.
-
11 νεκρο-στολέω
νεκρο-στολέω, Todte bestatten, Luc. Cont. 24.
-
12 νεκρο-σῡλία
νεκρο-σῡλία, ἡ, die Plünderung der Todten, Plat. Rep. V, 469 e.
-
13 νεκρο-τόκιον
νεκρο-τόκιον, τό, das Todtgeborene, Sp.
-
14 νεκρο-τοκέω
νεκρο-τοκέω, ein todtes Kind gebären, Sp.
-
15 νεκρο-τάφος
νεκρο-τάφος, ὁ, = νεκροϑάπτης, Maneth. 4, 192.
-
16 νεκρο-φόρος
νεκρο-φόρος, Todte zu Grabe tragend, bestattend; Pol. 35, 6, 2, Plut. u. a. Sp.
-
17 νεκρο-φύλαξ
νεκρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Todtenwächter, Eudoc.
-
18 νεκρο-φαγέω
νεκρο-φαγέω, Leichname, Aas fressen, Strah. 17, 3, 5.
-
19 νεκρο-φορεῖον
νεκρο-φορεῖον, τό, die Todtenbahre.
-
20 νεκρο-φορέω
νεκρο-φορέω, Todte zu Grabe tragen, begraben, Philo u. a. Sp.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
νεκρικός — ή, ό (ΑΜ νεκρικός, ή, όν) [νεκρός] 1. αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, νεκρώσιμος, επιθανάτιος (α. «νεκρική λαμπάδα» β. «νεκρικός θάλαμος» ο θάλαμος στον οποίο τοποθετείται ο νεκρός πριν από την κηδεία) 2. ο όμοιος… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
мьртвыи — (619) пр. 1.Мертвый, умерший: На земли ѹбо положена быста ˫ако мьртва. Стих 1156–1163, 105 об.; ѥгда въсхотѣ ли˫ати въ кандило масло то. и се видѣ мышь въпадъшю въ нѥ мьрътвѹ плавающѹ. въ нѥмь. ЖФП XII, 53б; мьртва бо плъть вл҃дко чюда творити… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)