-
1 νεκροδέγμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδέγμων
-
2 νεκροδέγμονα
νεκροδέγμωνreceiving the dead: neut nom /voc /acc plνεκροδέγμωνreceiving the dead: masc /fem acc sg -
3 νεκροδέγμονος
νεκροδέγμωνreceiving the dead: gen sg -
4 νεκροδόκος
νεκρο-δόκος, ον,A = νεκροδέγμων, receiving the dead,κλιντήρ AP7.634
(Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδόκος
-
5 νεκροδόχος
νεκρο-δόχος, ον,A = νεκροδέγμων, Eust.1903.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδόχος
См. также в других словарях:
νεκροδέγμων — νεκροδέγμων, ον (Α) αυτός που δέχεται τους νεκρούς («Ἅιδου τού νεκροδέγμονος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, κυμο δέγμων] … Dictionary of Greek
νεκροδέγμονα — νεκροδέγμων receiving the dead neut nom/voc/acc pl νεκροδέγμων receiving the dead masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροδέγμονος — νεκροδέγμων receiving the dead gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρόδεγμος — νεκρόδεγμος, ον (Μ) νεκροδέγμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δεγμος (< δέχομαι)] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek