-
1 νεκροκομίζω
A take care of the dead, Eust.1080.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροκομίζω
См. также в других словарях:
συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… … Dictionary of Greek