-
1 νεκρόμαντις
A necromancer, Lyc.682.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκρόμαντις
См. также в других словарях:
ψυχομάντης — ο / ψυχόμαντις, άντεως, ΝΑ, θηλ. ψυχομάντισσα Ν νεκρομάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + μάντις / μάντης (πρβλ. νεκρό μαντις)] … Dictionary of Greek