-
1 μαχος
-
2 πρωτό-μαχος
πρωτό-μαχος, zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.
-
3 πρό-μαχος
πρό-μαχος, 1) vorkämpfend, vorn, in der vordersten Reihe der Krieger kämpfend; bei Hom. in der Il. oft als subst. οἱ πρόμαχοι, die Vorkämpfer, die vordersten Kämpfer; ἐν προμάχοισιν, unter den vordersten Kämpfern, im Vordertreffen, auch πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισιν, Od. 18, 379; προμάχων ἀν' ὅμιλον, Pind. I. 6, 35; Soph. sagt so auch adj. λόγχα προμά χου δορός, Trach. 853. – 2) der für Einen zum Schutze kämpft, Verfechter, Vertheidiger, πόλεως Aesch. Spt. 401, δόμων 464; Xen. Mem. 4, 3, 8 ist vrbdn ἀέρα πρόμαχον καὶ σύντροφον ζωῆς.
-
4 πυργο-μάχος
πυργο-μάχος, einen Thurm angreifend, Ath. IV, 154 f.
-
5 πυρο-μάχος
πυρο-μάχος, = πυριμάχος, Theophr.
-
6 πυρί-μαχος
πυρί-μαχος, feurig im Kampfe. – Auch = mit dem Feuer kämpfend, von einer Steinart, die dem Feuer widersteht, Arist. Meteor. 4, 6; bei Theophr. πυρομάχος.
-
7 πυγ-μάχος
πυγ-μάχος, mit der Faust kämpfend, Faustkämpfer; Od. 8, 246; Pind. I. 7, 63; Luc. Iov. Trag. 33; Theocr. 24, 110 unterscheidet πύκται δεινοὶ ἑν ἱμάντεσσι u. ἐς γαῖαν προπεσόντες πυγμάχοι, die sich auf die Erde legten und rangen.
-
8 πυλᾱ-μάχος
πυλᾱ-μάχος, ion. πυλημάχος, thorerstürmend; Stesichor. bei Ath. IV, 154 f u. Schol. Il. 5, 31; Callim. bei Schol. Od. 3, 380.
-
9 πωλο-μάχος
πωλο-μάχος, zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).
-
10 παυσί-μαχος
παυσί-μαχος, den Kampf endigend, Inscr. 666.
-
11 πεζο-μάχος
πεζο-μάχος, zu Fuße kämpfend, Luc. Macrob. 17.
-
12 πνευματο-μάχος
πνευματο-μάχος, mit dem heiligen Geiste kämpfend, K. S.
-
13 πολύ-μαχος
πολύ-μαχος, viel kämpfend, streitbar, Schol. Opp. Hal. 4, 439, wo auch πολυμάχιμος gelesen wird.
-
14 σύμ-μαχος
σύμ-μαχος, mitkämpfend, zum Kampfe verbündet, helfend; πατρίς τε γαῖα πῶς σοι σύμμαχος γενήσεται; Aesch. Spt. 568, vgl. Pers. 778, u. öfter; ἥ τε σύμμαχος Δίκη, Soph. O. R. 274, u. öfter; σύμμαχα ὅρκια, Eid beim Schutzbündniß, Phryn. in B. A. 63. – Gew. ὁ σύμ., der Kampf-, Bundesgenosse; πρόφρων, Pind. I. 5, 28; oft bei den Tragg.; Ar. Equ. 222 Plut. 218; Her. u. Folgde überall. – Ueberhpt helfend, zustatten kommend, Her. 5, 65; τοῦ χωρίου τὸ δυςέμβατον μενόντων ἡμῶν ξύμμαχον γίγνεται, Thuc. 4, 10; πολλὰ οὕτως ἐστὶ τὰ σύμμαχα, Xen. An. 2, 4, 7; σύμμαχα ἔχειν τὰ ἄκρα, Cyr. 3, 2, 20.
-
15 τειχο-μάχος
τειχο-μάχος, um die Mauern kämpfend, Burgen belagernd und bestürmend, s. τειχομάχης.
-
16 τηλε-μάχος
τηλε-μάχος, aus der Ferne od. von weitem streitend, Ἄρτεμις, Luc. Lexiph. 12. Als nom. propr. Τηλέμαχος.
-
17 φυγό-μαχος
φυγό-μαχος, die Schlacht, den Krieg oder Streit fliehend, vermeidend, Simonds bei Stob. fl. 118, 6.
-
18 φιλό-μαχος
φιλό-μαχος, schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.
-
19 φιλο-σύμ-μαχος
φιλο-σύμ-μαχος, seine Bundesgenossen liebend. – Gern mit Andern streitend, Hesych., zw.
-
20 χριστο-μάχος
χριστο-μάχος, gegen Christus kämpfend, K. S.
См. также в других словарях:
Μάχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 470 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται βορειοδυτικά της Γαστούνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρθολομιού … Dictionary of Greek
-μάχος — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνουν εκείνον που μάχεται, π.χ. ταυρομάχος, πυγμάχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
εύμαχος — εὔμαχος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ μαχος, ιππό μαχος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θαλασσομάχος — ο (AM θαλασσομάχος, ον) αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος νεοελλ. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ αυτόν με σχοινιά νεοελλ. μσν. (για… … Dictionary of Greek
θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θρασύμαχος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής. Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, αργότερα όμως περιορίστηκε στη διδασκαλία… … Dictionary of Greek
θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek