-
1 πυριμαχος
-
2 πυρίμαχος
ος, ο[ν] огнеупорный, огнестойкий, жаростойкий;πυρίμαχοι πλίνθοι — огнеупорные кирпичи
-
3 πυριμάχος
II fiery in fight, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριμάχος
-
4 πυρίμαχος
πυρί-μαχος, feurig im Kampfe; mit dem Feuer kämpfend, von einer Steinart, die dem Feuer widersteht -
5 огнеупорный
πυρίμαχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огнеупорный
-
6 πυριμαχώτερον
πυριμάχοςresisting fire: masc acc comp sgπυριμάχοςresisting fire: neut nom /voc /acc comp sgπυριμάχοςresisting fire: adverbial -
7 πυριμάχον
πυριμάχοςresisting fire: masc /fem acc sgπυριμάχοςresisting fire: neut nom /voc /acc sg -
8 πυριμάχου
πυριμάχοςresisting fire: masc /fem /neut gen sg -
9 огиеупорный
огиеупо́рн||ыйприл πυρίμαχος, ἀλεξί-πυρος:\огиеупорныйая глина ἡ πυρίμαχος γῆ· \огиеупорный кирпич ὁ πυρίμαχος πλίνθος. -
10 глина
ο πηλ/ός, η άργιλος, το αργι-λόχωμα, η λάσπηгончарная - ο πηλός/το κοκκινόχωμα του αγγειοπλάστηогнеупорная - η πυρίμαχος άργιλος, πυρίμαχος -αργιλώδης, πηλώδης, λα-σπώδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глина
-
11 πυρο-μάχος
πυρο-μάχος, = πυριμάχος, Theophr.
-
12 жаропрочность
η αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες, -ый πυρίμαχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жаропрочность
-
13 манжета
(уплотнительная деталь) о δακτύλιος (στεγανοποίησης)το κολάροτο λάστιχοогнеупорная (лит.) - η πυρίμαχος καλύπτραуплотняющая - το κολάρο/ο δακτύλιος στεγανοποίησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манжета
-
14 муфель
ο πυρίμαχος (προστατευτικός) θάλαμος της καμίνου (για την προστασία των προϊόντων από στάχτη, αέρια κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муфель
-
15 несгораемый
άκαυστος, άφλεκτοςπυρίμαχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > несгораемый
-
16 огнезащита
η πυροπροστασία, ο αντιπυρικός φραγμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > огнезащита
-
17 огнестойкий
αλεξίπυρος, πυρίμαχος-ость η αντοχή/αντίσταση στη φωτιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > огнестойкий
-
18 сильхром
ο πυρίμαχος χρωμιο-πυριτιού-χος χάλυβας (Cr 5-14%, Si 1-3%).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сильхром
-
19 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
-
20 шамот
тех. το πυρόχωμα, ο πυρίμαχος άργιλλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шамот
См. также в других словарях:
πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… … Dictionary of Greek
πυρίμαχος — η, ο κάθε ύλη που αντέχει στη φωτιά, αλλ. αλεξίπυρος: Πυρίμαχο υλικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυριμαχώτερον — πυριμάχος resisting fire masc acc comp sg πυριμάχος resisting fire neut nom/voc/acc comp sg πυριμάχος resisting fire adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριμάχον — πυριμάχος resisting fire masc/fem acc sg πυριμάχος resisting fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριμάχου — πυριμάχος resisting fire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριμάχῳ — πυριμάχος resisting fire masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
αλεξίπυρος — η, ο αυτός που δεν προσβάλλεται από τη φωτιά, που δεν αναφλέγεται εύκολα, ο πυρίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * + πυρ, ός. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. pare feu < ρ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + feu «φωτιά»] … Dictionary of Greek
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυράντοχος — η, ο, Ν αυτός που αντέχει στη φωτιά, πυρίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + αντέχω] … Dictionary of Greek