-
1 λυσίμαχος
λῡσῐ-μᾰχος, -ον,A ending strife, freq. as pr. n.; used with a play on the meaning, AP5.70 (Rufin. or Pall.), 11.210 (Lucill.):— fem. [full] λῡσῐμάχη, Ar. Pax 992 (anap.), Lys. 554 (pl.).2 - μαχος, ἡ, a gem, Plin.HN37.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσίμαχος
-
2 ἄγχι
Grammatical information: adv., prep.Meaning: `near' (Il.).Derivatives: ἀγχό-θι, - θεν; ἀγχοῦ. Comp. ἆσσον, ἀσσοτέρω, sup. ἄγχιστα, - ον, also ἄσσιστα. ἀγχιστῖνος `near each other' (Il.) Chantr. Form. 204; not as Fraenkel Glotta 32, 20. On ἀγχιστέδᾱν (Lokroi) = ἀγχιστήδᾱν s. Fraenkel Glotta 20, 84f. More in DELG.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One considers a loc. of a root noun to ἄγχω (Schwyzer 622), or directly from ἄγχω after πέρι, ἄντι. The semantics seems doubtful to me (`squeeze, strangle'!). - Meillet suggested connection with ἐγγύς, which is possible if the word is Pre-Greek ( MSL 7, 165).Page in Frisk: 1,17Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄγχι
-
3 μάχομαι
Grammatical information: v.Meaning: `do battle' (Il.).Other forms: ep. also μαχέομαι ( μαχειόμενος, μαχεούμενον metr. lengthening), aor. μαχέσ(σ)ασθαι (Il.), μαχήσασθαι (D. S., Paus.), μαχεσθῆναι (Plu., Paus.), fut. μαχήσομαι (ep. Ion.), μαχέσ(σ)ομαι (Ion. a. late), μαχέομαι (Β 366), μαχοῦμαι (Att.; μαχεῖται Υ 26), perf. μεμάχημαι (Att.),Compounds: Often with prefix, e.g. δια-, συν-, ἀπο- (on ἀμφι μάχομαι Bolling AmJPh 81, 77ff.). As s. member in synthetic paroxytona like μονο-μάχ-ος `battling alone' (A., E.), m. `gladiator' (Str.), with μονομαχ-έω, - ία etc., ναυ-μάχ-ος `battling on sea' (AP; but ναύ-μαχος from μάχη, s. below).Derivatives: μάχη `battle' (Il.; on the meaning etc. Porzig Satzinhalte 233, Trümpy Fachausdrücke 135 f.); as 2. member e.g. in ἄ-, πρό-, σύμ-, ναύ-, ἱππό-μαχος with derivv. like προμαχ-ίζω, συμμαχ-έω, ναυμαχ-έω, - ία. Derivv. 1. μαχη-τής m. `battler' (Hom., LXX), Dor. μαχατάς (P.; H. μαχάταρ ἀντίπαλος), Aeol. μαχαίτας (Alk. Z 27, 5; hyperaeol.?), also derived from μάχομαι; Trümpy 128. 2. μάχ-ιμος `warlike, soldier of an Egyptian tribe' (IA.; after ἄλκιμος, Arbenz 42) with μαχιμικός `after the μάχιμοι' (pap.). 3. Μαχάων m. PN (Aeol. ep.), Ion. - έων, with Dor. Μαχαν-ίδας (Fraenkel Nom. ag. 1, 207f., v. Wilamowitz Glaube 2, 228). -- From μάχομαι also μαχ-ήμων `martial' (Μ 247, AP) and μαχ-ητός `controllable' (μ 119; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14), ἀ-, περι-μάχ-ητος (Att.), μαχ-ητικός `prepared to fight' (Pl., Arist.; Chantraine Études 137); cf. μαχ-ήσομαι, με-μάχ-ημαι and Fraenkel 2, 79. -- Can be connected both with the noun as with the verb: -μάχᾱς, e.g. ἀπειρο-μάχᾱς `unexperienced in battle' (Pi.), λεοντο-μάχᾱς `fighting with a lion' (Theoc.); cf. Schwyzer 451.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Beside the thematic root-present μάχομαι there is the isolated by-form μαχέομαι, prob. rather after μαχήσομαι (cf. below) than as denominative of μάχη (cf. Schwyzer 721 and Chantraine Gramm. hom. 1, 351). With μαχήσομαι: ἐμαχό-μην compare cases like ἀπ-εχθήσομαι: ἀπ-εχθόμην, μαθήσομαι: ἔμαθον, γενήσομαι: ἐγενόμην (Schwyzer 782). One is therefore prepared to see in ἐμαχόμην (to which μάχομαι was made) an original aorist, with which would agree, that the aorist in Hom. "auffallend selten gebraucht ist" (Trümpy Fachausdrücke 260 n. 333). When μαχεσθαι was reinterpreted as present a new aorist (after κοτέσσασθαι a. o.) μαχέσ-(σ)ασθαι would have arisen. After the type τελέσ(σ)αι: fut. τελῶ arose to μαχέσ(σ)ασθαι the new fut. μαχοῦμαι. -- In the field of fighting and battle old inherited expressions are hardly to be expected. The connection with a supposed Iran. PN * ha-mazan- prop. *"warrior" in Άμαζών (s. v.), with which also ἁμαζακάραν πολεμεῖν. Πέρσαι, ἁμαζανίδες αἱ μηλέαι H. is as original as uncertain. Within Greek it is formally possible, to connect μάχομαι with μάχαιρα and further with μῆχαρ, μηχανή (Fick BB 26, 230), which Chantr. rightly calls improbable; cf. esp. χειρο-μάχα f. (scil. ἑταιρεία) name of the workers party in Miletos after Plu. 2, 298 c; new attempt, to find a semantic basis for the connection in Trümpy 127 f. Diff. proposals in Bq and W.-Hofmann s. mactus, mactō. - The isolated root will rather be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,187-188Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάχομαι
-
4 Λάμαχος
Λά̱μαχος, Λάμαχοςsapula: masc /fem nom sg -
5 víg-fúss
adj. eager for battle, Grett. (in a verse): a pr. name (cp. Gr. φιλο-πτόλεμος, φιλο-μαχος), Landn., Glúm. -
6 βιαιομάχος
A fighting violently, AP6.129 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιαιομάχος
-
7 δορίμαχος
δορῐ-μᾰχος, ον,A fighting with the spear,ἀρετά Tim.Fr. 14
; [dialect] Ion. [full] δουρίμᾰχος Orac. ap. Sch.Il.2.543.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορίμαχος
-
8 δουρικμής
δουρι-κμής, [suff] δουρί-κτητος, [suff] δουρί-ληπτος, [suff] δουρι-μανής, [suff] δουρί-μαχος, [dialect] Ion. for δορι-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουρικμής
-
9 δυσπρόσμαχος
δυσπρόσ-μᾰχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπρόσμαχος
-
10 θαλασσομάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσομάχος
-
11 θηριομάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριομάχος
-
12 θρασύμαχος
θρασύ-μᾰχος, ον,A bold in battle, Arist.Rh. 1400b20: as pr. n., Thrasymachus:—hence Adj. [suff] θρασυ-μάχειος, α, ον, ἑρμηνεία style of T., D.H.Dem.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασύμαχος
-
13 καλλίμαχος
καλλί-μᾰχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίμαχος
-
14 κλαυσίμαχος
κλαυσί-μᾰχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαυσίμαχος
-
15 κρατησίμαχος
κρᾰτησῐ-μᾰχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατησίμαχος
-
16 λεοντομάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντομάχος
-
17 Μαραθωνομάχης
A one who fought at Marathon: prov. of a veteran, Ar.Ach. 181, Nu. 986:—also [suff] Μᾰρᾰθωνο-μάχος, ὁ, APl.4.233.8 (Theaet.), D.L.1.56, and v.l. Ar.Nu.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μαραθωνομάχης
-
18 μενεμάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενεμάχος
-
19 μῆχος
-
20 πεζομάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεζομάχος
См. также в других словарях:
Μάχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 470 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται βορειοδυτικά της Γαστούνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρθολομιού … Dictionary of Greek
-μάχος — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνουν εκείνον που μάχεται, π.χ. ταυρομάχος, πυγμάχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
εύμαχος — εὔμαχος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ μαχος, ιππό μαχος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θαλασσομάχος — ο (AM θαλασσομάχος, ον) αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος νεοελλ. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ αυτόν με σχοινιά νεοελλ. μσν. (για… … Dictionary of Greek
θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θρασύμαχος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής. Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, αργότερα όμως περιορίστηκε στη διδασκαλία… … Dictionary of Greek
θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek