-
1 φιλό-μαχος
φιλό-μαχος, schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.
-
2 ἀ-φιλό-μαχος
ἀ-φιλό-μαχος, nicht kampfliebend, Sp.
-
3 φιλο-σύμ-μαχος
φιλο-σύμ-μαχος, seine Bundesgenossen liebend. – Gern mit Andern streitend, Hesych., zw.
-
4 φιλόμαχος
φιλό-μαχος, schlachtliebend, kriegerisch -
5 víg-fúss
adj. eager for battle, Grett. (in a verse): a pr. name (cp. Gr. φιλο-πτόλεμος, φιλο-μαχος), Landn., Glúm. -
6 φιλομαχος
-
7 ἀφιλόμαχος
-
8 φιλομόναχος
φῐλο-μόνᾰχος, ον, prob.A f.l. for -μονόμαχος, fond of gladiators, or for -μαχος, fond of fighting, Cat.Cod.Astr.8(2).86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλομόναχος
-
9 φιλοσύμμαχος
φιλο-σύμ-μαχος, seine Bundesgenossen liebend. Gern mit anderen streitend
См. также в других словарях:
κακόμαχος — κακόμαχος, ον (Α) αυτός που μάχεται με δολιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. φιλό μαχος, φυγό μαχος] … Dictionary of Greek
καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε … Dictionary of Greek
καρτερόμαχος — (Carteromaco). Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου Forteguerra Ιταλών λογίων. 1. Νικόλαος (1674 – 1735). Ιεράρχης και ποιητής. Μετέφρασε σε ελεύθερους στίχους τον Τερέντιο και έγραψε τις Ποιητικές επιστολές. 2. Σκιπίων (1466 – 1515). Λόγιος… … Dictionary of Greek
φυγόμαχος — η, ο / φυγόμαχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποφεύγει τη μάχη λόγω δειλίας νεοελλ. μτφ. αυτός που υποχωρεί μπροστά στις δυσκολίες, που δεν καταβάλλει έντονες προσπάθειες για την επίτευξη ενός στόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον… … Dictionary of Greek