Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φιλό-μαχος

См. также в других словарях:

  • κακόμαχος — κακόμαχος, ον (Α) αυτός που μάχεται με δολιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. φιλό μαχος, φυγό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • καρτερόμαχος — (Carteromaco). Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου Forteguerra Ιταλών λογίων. 1. Νικόλαος (1674 – 1735). Ιεράρχης και ποιητής. Μετέφρασε σε ελεύθερους στίχους τον Τερέντιο και έγραψε τις Ποιητικές επιστολές. 2. Σκιπίων (1466 – 1515). Λόγιος… …   Dictionary of Greek

  • φυγόμαχος — η, ο / φυγόμαχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποφεύγει τη μάχη λόγω δειλίας νεοελλ. μτφ. αυτός που υποχωρεί μπροστά στις δυσκολίες, που δεν καταβάλλει έντονες προσπάθειες για την επίτευξη ενός στόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»