-
61 ἀγχέ-μαχος
ἀγχέ-μαχος (für ἀγχί-μ.), Nahkämpfer, Hom. viermal, Μυσῶν τ' ἀγχεμάχων Iliad. 13, 5, ἀγχεμάχοις έτάροισιν 16, 248, ἀγχέμαχοι ϑεράποντες 16, 272. 17, 165; sp. D., wie D. P. 1002; Ἄβαντες Plut. Thes. 5; ὅπλα, Waffen zum Kampfe in der Nähe, Xen. Cyr. 7, 4, 15; die er 1, 2, 13 den τόξα u. παλτά entgegensetzt; ähnl. τεύχη Iul. Aeg. 31 ( Plan. 173).
-
62 ἀ-κατά-μαχος
ἀ-κατά-μαχος, dasselbe, Sp.
-
63 ἀξιό-μαχος
ἀξιό-μαχος, im Kampf gewachsen, τινί, oft bei Her., z. B. 7, 157. 9, 98; mit folgdm inf., ὑπομεῖναι ἐμέ 7, 191; vgl. 6, 89; absolut, 8, 68. Auch Sp., z. B. Plut. thes. 4; πρὸς τὸν τύραννον Timol. 1.
-
64 ἀνδρο-μάχος
ἀνδρο-μάχος, mit Männern kämpfend, χεῖρες Antip. Sid. 99 (VII, 241); fem. ἀνδρο-μάχη ἄλοχος, mit dem Manne streitend Pallad. 14 (XI, 378).
-
65 ὀνοματο-μάχος
ὀνοματο-μάχος, wegen eines Namens, Wortes, Ausdrucks streitend, Critol. bei Clem. Alex. p. 161.
-
66 ἀοιδο-μάχος
ἀοιδο-μάχος, mit Dichterstellen einander bekämpfend, Lucill. 28 (XI, 140).
-
67 ἀλληλο-μάχος
ἀλληλο-μάχος, Em. für αλληλο-φάγος.
-
68 ὁπλο-μάχος
ὁπλο-μάχος, mit schweren Waffen kämpfend, Xen. Lac. 11, 8; auch der Fechtmeister, der mit eigentlichen Waffen, nicht mit hölzernen Stäben u. dgl. zu kämpfen lehrt, im Ggstz des σκιαμαχεῖν, vgl. Ath. IV, 154; Pol. 2, 65, 11; zwischen παιδοτρίβης u. γυμνασίαρχος genannt, Teles bei Stob. fl. 98, 72.
-
69 ἁψί-μαχος
ἁψί-μαχος ( μάχη), plänkelnd, zur Schlacht reizend, Plut.; dah. ἁψιμάχως ἐμοῠ ἐμνήσϑη Dion. Hal. 6, 59.
-
70 ἄ-μαχος
ἄ-μαχος, unüberwindlich, unwiderstehlich, Tragg., δαίμων Aesch. Ag. 746; βασιλεύς Pers. 840; κῠμα 90; ἄλγος Ag. 615; ϑεὸς Ἀφροδίτη Soph. Ant. 793; φϑόνος Eur. Rhes. 456. Ebenso Pind., χεῖρες I. 5, 38; κακόν P. 2, 76; in Prosa, Her. 1, 84. 5, 3; ἡ Περσῶν δύναμις Menex. 240 d; ἀνήρ Charm. 154 d; καὶ ἀνίκητος Rep. II, 375 b; καὶ ἀήττητος Plut. Alc. 34; πρᾶγμα, unwiderstehliche Gewalt, von einer schönen Frau, Xen. Cyr. 6, 1, 36; wogegen es überh. kein Mittel giebt; unmöglich, κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦϑος Pind. Ol. 13, 13. Vei Xen. Cyr. 4, 1, 16: die nach nicht gekämpft haben; ἄμαχοι διήγαγον, sie blieben ohne Kampf, Hell. 4, 4, 9.
-
71 ἐπί-μαχος
ἐπί-μαχος, 1) leicht anzugreifen, angreifbar, von einem Orte, der einen leichten Angriff gestattet, τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος, im Ggstz von ἄμαχος, Her. 1, 84, wie τῇ μάλιστα ἔσκε ἐπίμαχον τοῦ τείχους 6, 133; superl., 9, 21; ὃ ἦν ἔκ τε ϑαλάσσης ἀπόκρημνον καὶ ἐκ τῆς γῆς ἥκιστα ἐπίμαχον Thuc. 4, 31; Xen. Hell. 7, 1, 35 u. Sp. – 2) = σύμμαχος, Sp., wie Porphyr. – 3) kampffertig, Thom. Mag. – 4) worüber man kämpft, streitig, Hel. 8, 1.
-
72 ἐλεφαντο-μάχος
ἐλεφαντο-μάχος, mit Elephanten kämpfend, Strab. XVI p. 775.
-
73 ὑπέρ-μαχος
ὑπέρ-μαχος, verfechtend, vertheidigend, Sp.
-
74 ἑκατοντά-μαχος
ἑκατοντά-μαχος, mit hundert Mann kämpfend, Ios.
-
75 ὑννι-μάχος
ὑννι-μάχος, mit der Pflugschaar kämpfend, Max. Tyr. 2 p. 96.
-
76 ἱππο-μάχος
ἱππο-μάχος, zu Pferde kämpfend; Simonid. 43 (VI, 2); Luc. Macrob. 17.
-
77 ἰσό-μαχος
-
78 ἰθύ-μαχος
-
79 ὠκυ-μάχος
-
80 ἡγε-μάχος
ἡγε-μάχος, ὁ, erkl. Hesych. πολέμαρχος.
См. также в других словарях:
Μάχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 470 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται βορειοδυτικά της Γαστούνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρθολομιού … Dictionary of Greek
-μάχος — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνουν εκείνον που μάχεται, π.χ. ταυρομάχος, πυγμάχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
εύμαχος — εὔμαχος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ μαχος, ιππό μαχος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θαλασσομάχος — ο (AM θαλασσομάχος, ον) αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος νεοελλ. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ αυτόν με σχοινιά νεοελλ. μσν. (για… … Dictionary of Greek
θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θρασύμαχος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής. Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, αργότερα όμως περιορίστηκε στη διδασκαλία… … Dictionary of Greek
θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek