Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυργο-μάχος

См. также в других словарях:

  • πυργομάχος — ον, Α αυτός που μάχεται εναντίον πύργου ή αυτός που μάχεται από πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • πυργομαχώ — έω, Α 1. επιτίθεμαι εναντίον πύργου 2. μάχομαι από πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχῶ] …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομαχώ — έω, Μ (σκωπτικά) μάχομαι κατά τών σφυγμών, προσπαθώ να ελαττώσω την παθολογική συχνότητα τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. πυργο μαχώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»