Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μασι

См. также в других словарях:

  • μασι- — (Α) επιτατικό πρόθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάσσων* (πρβλ. μασίγδουπος) βλ. και ερι ] …   Dictionary of Greek

  • τιμᾶσι — τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres part act masc/neut dat pl (doric) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj act 3rd pl (doric aeolic) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (epic) τῑμᾶσι , τιμήεις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώμασι — πώ̱μασι , πῶμα 1 lid neut dat pl πώ̱μασι , πῶμα 2 drink neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασίγδουπος — μασίγδουπος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρίγδουπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μασι * + γδοῦπος] …   Dictionary of Greek

  • Φιστέλ Ντε Κουλάνζ, Νουμά - Ντενί — (Fustel De Coulanges, Παρίσι 1830 – Μασί, Σεν ε Ουάζ 1889). Γάλλος ιστορικός και κοινωνιολόγος. Έκανε πολλές μελέτες για τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό πολιτισμό και για τις πολιτικές εξελίξεις της Γαλλίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την… …   Dictionary of Greek

  • αἰτιάμασι — αἰτιά̱μασι , αἰτίαμα charge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἵμασι — αἵ̱μασι , αἷμα blood neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλήμασι — βλή̱μασι , βλῆμα throw neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρώμασι — βρώ̱μασι , βρῶμα that which is eaten neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βήμασι — βή̱μασι , βῆμα step neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεύμασι — γεύ̱μασι , γεῦμα taste neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»