-
81 σάμασι
σά̱μασι, σῆμαsign: neut dat pl (doric) -
82 σήμασι
σή̱μασι, σῆμαsign: neut dat pl -
83 σώμασι
σώ̱μασι, σῶμαbody: neut dat pl -
84 τμήμασι
τμή̱μασι, τμῆμαpart cut off: neut dat pl -
85 τρήμασι
τρή̱μασι, τρῆμαperforation: neut dat pl -
86 φυράμασι
φυρά̱μασι, φύραμαthat which is mixed: neut dat pl -
87 φύμασι
φύ̱μασι, φῦμαgrowth: neut dat pl -
88 χεύμασι
χεύ̱μασι, χεῦμαthat which is poured: neut dat pl -
89 χρήμασι
χρή̱μασι, χρῆμαneed: neut dat pl -
90 χρίμασι
χρί̱μασι, χρῖμαunguent: neut dat pl -
91 χρώμασι
χρώ̱μασι, χρῶμαskin: neut dat pl -
92 βούλευμα
1 purpose, plan —ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ] σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύοντι: μασι sc. of Zeus Δ. 4. 36. -
93 ἔργμα
1 achievement, exploitῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει N. 4.6
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Schr.: ἐφ' ἕργματι, ἅρμασιν codd.) I. 1.47διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38. esp., in athletic contests,ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.49
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.27
frag. ]ἁ δ' ἔρ[γ]μασι[ Παρθ. 2. 73. -
94 σύγκαμμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκαμμα
-
95 συνῳδός
A singing or sounding in unison with, echoing or responsive to, ὄρνις.. ἄχεσι ς. E. Ph. 1518 (lyr.);θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοί Id.Or. 133
, cf. Hel. 174 (lyr.).2 abs., in harmony, accordant, ;ἦχος D.H.Comp.22
;ῥῆμα APl.4.226
(Alc.); ὦ ξυνῳδοὶ κτύποι cj. in E. Supp.73 (lyr.).II metaph., according with, in harmony with, c. dat., Hdt.5.92.γ, E.Med. 1008, etc.;ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδά Ar.Av. 635
(lyr.);λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Arist.EN 1172b5
, cf. 1098b30; σ. εἰσὶν οἱ ἀστέρες τοῖς ἀποτελές μασι PMich. in Class.Phil.22.16; ὁκόσα πεπέρει ξυνῳδά pepper and cognate substances, Aret.CA1.10: c. gen., τὴνὁμοείδειαν σ. τοῦ τόνου A.D.Adv.165.23
: abs.,ἴσως ξυνῳδὸς τῷ χρόνῳ γενήσεται Call.Com.2
(a) D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνῳδός
-
96 ἐμποιέω
A make in, ἐν δ' αὐτοῖσι (sc. πύργοις)πύλας ἐνεποίεον Il.7.438
, cf. Ar.Ec. 154:—[voice] Med.,Ἑλικῶνι Χοροὺς ἐνεποιήσαντο Hes.Th.7
, cf. PFlor.212.10 (iii A. D.):—[voice] Pass., Χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποιημένη introduced by the poet's art, Ar.Av. 1301, v. Sch.3 foist in,ἐς τὰ Μουσαίου ἐ. Χρησμόν Hdt.7.6
; ; simply, insert, opp. ἐξαγρέω, Schwyzer 412.3 ([place name] Elis).II produce or create in,ἡ Χρεία καπήλων.. γένεσιν ἐ. τῇ πόλει Pl.R. 371d
; οἱ Χρηματισταὶ.. πολὺν τὸν κηφῆνα καὶ πτωχὸν ἐ. τῇ πόλει ib. 556a, etc.; δύναμιν (sc. τῇ πόλει) Isoc.9.47.2 of states of mind,ἐπιθυμίαν ἐ. τοῖς Ἀθηναίων ξυμμάχοις ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους Th.4.81
;κακόν τι ἐ. ταῖς ψυχαῖς Pl.Phd. 115e
; ἐν αὐτῷ δειλίαν ἐ. Id.R. 590b;ἐλπίδας ἐ. ἀνθρώποις X.Cyr.1.6.19
;ψυχῇ ἐπιστήμην Id.Mem. 2.1.20
;ταραχήν τισι Men.Sam.9
: without a dat., produce, create, μῖσος, λήθην, Pl.R. 351d, Phlb. 63e, D.19.3; ; Χρόνους [ ψηφίς μασι] D.23.93;Χαράν X.Hier.8.4
; ὀργὰς καὶ λύπας ib. 1.28: c. inf. pro acc., ἐ. τινὶ ἀκολουθητέον εἶναι produce in one's mind the persuasion that he must follow, Id.Oec.21.7; folld.by ὡς .., Id.An. 2.6.8.3 of conditions, produce, cause, ὀδύνην, σηπεδόνας, Hp. Acut.16, Aret.SD1.9;φθόρον Th.2.51
;στάσεις Id.1.2
; πολέμους καὶ στάσεις ἡμῖν αὐτοῖς ἐ. Isoc.4.168;Χρόνου διατριβὴν ἐ. Th.3.38
; .III [voice] Med., ἐμποιεῖσθαι, = ἀντιποιεῖσθαι, lay claim to, , cf. AJA16.13 (Sardes, iv/iii B.C.), BGU13.13 (iii A.D.), etc.;τοῦ λαοῦ μου LXXEx.9.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμποιέω
См. также в других словарях:
μασι- — (Α) επιτατικό πρόθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάσσων* (πρβλ. μασίγδουπος) βλ. και ερι ] … Dictionary of Greek
τιμᾶσι — τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres part act masc/neut dat pl (doric) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj act 3rd pl (doric aeolic) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (epic) τῑμᾶσι , τιμήεις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώμασι — πώ̱μασι , πῶμα 1 lid neut dat pl πώ̱μασι , πῶμα 2 drink neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασίγδουπος — μασίγδουπος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρίγδουπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μασι * + γδοῦπος] … Dictionary of Greek
Φιστέλ Ντε Κουλάνζ, Νουμά - Ντενί — (Fustel De Coulanges, Παρίσι 1830 – Μασί, Σεν ε Ουάζ 1889). Γάλλος ιστορικός και κοινωνιολόγος. Έκανε πολλές μελέτες για τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό πολιτισμό και για τις πολιτικές εξελίξεις της Γαλλίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την… … Dictionary of Greek
αἰτιάμασι — αἰτιά̱μασι , αἰτίαμα charge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἵμασι — αἵ̱μασι , αἷμα blood neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμασι — βλή̱μασι , βλῆμα throw neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμασι — βρώ̱μασι , βρῶμα that which is eaten neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήμασι — βή̱μασι , βῆμα step neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύμασι — γεύ̱μασι , γεῦμα taste neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)