-
1 Μασσαλιητης
- ου ὅ Plut. = Μασσαλιώτης См. Μασσαλιωτης -
2 Μασσαλία
Μασσᾰλία, ἡ, Marseilles, Th.1.13, Arist.Pol. 1321a30, etc.:—hence [full] Μασσᾰλιῶται or [suff] μασι-ῆται, οἱ, D. 32.8, D.S. 14.93, etc.:—Adj. [suff] μασι-ωτικός, ή, όν, Hp.Mul.1.78:—also [full] ΜασσᾰλιήτηςAοἶνος Ath.1.27c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μασσαλία
См. также в других словарях:
Μασσαλιώτης — ο, θηλ. Μασσαλιώτισσα και Μασσαλιώτιδα (Α Μασσαλιώτης και Μασσαλιήτης, θηλ. Μασσαλιῶτις) [Μασσαλία] ο κάτοικος τής Μασσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μασσαλία νεοελλ. (το θηλ. ως προσηγορικό) η μασσαλιώτιδα ο εθνικός ύμνος τών Γάλλων αρχ. ως… … Dictionary of Greek