Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μέμβλομαι

См. также в других словарях:

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

  • μελίβδεσθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέλλειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. τού τ. μέμβλεσθαι (βλ. μέμβλομαι)] …   Dictionary of Greek

  • μεμβλάσαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συνδῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το ρ. μέμβλομαι*] …   Dictionary of Greek

  • μεμβλώντων — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παρατυχόντων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το ρ. μέμβλομαι] …   Dictionary of Greek

  • μεταμέμβλεται — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεταμελήσεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μέμβλομαι* «είμαι αντικείμενο φροντίδας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»