-
1 λόγχαις
λόγχηspear-head: fem dat pl -
2 εὔ-στοχος
εὔ-στοχος, glücklich im Treffen, das Ziel gut treffend, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔστοχον Eur. Herc. Für. 195; λόγχαις ἀκοντιστῆρες εὐστοχώτατοι Phoen. 140; πέτρος Hel. 76; sp. D., λίνα, ἄρκυς, sicher fangend, Archi. 8. 9 (VI, 179. 181 ); ἄγρη, glückliche Jagd, Opp. H. 3, 280; auch εὐχαί, Ep. ad. 463 (IX, 158); εὐστοχώτατον ἀκόντιον Xen. Equ. 12, 14; τὴν πρώτην πληγὴν εὔστοχον γίγνεσϑαι Pol. 6, 25, 9; τὴν τοξικήν Luc. navig. 33. – Uebertr., glücklich errathend, das Wahre treffend, scharfsinnig, ϑεῖόν τι καὶ εὔστοχον ἔνεστι καὶ τοῖς κακοῖς Plat. Legg. XII, 950 b; εὐστοχώτατος ἐν ταῖς ἀπαντήσεσι τῶν λόγων D. L. 6, 74; ἐπελϑεῖν εὔστοχος, ἀναχωρῆσαι καίριος, den rechten Zeitpunkt treffend, D. Cass. 77, 6. – Adv. εὐστόχως, z. B. βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 4, 8; eben so εὔστοχα τοξεύειν, Luc. Nigr. 36, vgl. 35, εὐστόχως ἐνεχϑείς; übertr., ἣν δὴ διάϑεσιν καὶ ϑεοῦ – εὐστόχως πάντες προςαγορεύομεν, das Richtige treffend, richtig, Plat. Legg. VII, 792 d, wie εἰπεῖν πρός τι, d. i. treffend, Plut. Phoc. 17; προκατειληφέναι τὰς εὐκαιρίας Pol. 2, 65, 11.
-
3 θυρσόω
θυρσόω, zu einem Thyrsus machen, λόγχαις τεϑυρσωμέναις D. Sic. 4, 4.
-
4 λόγχη
λόγχη, ἡ, die Lanzenspitze, das spitzige Eisen vorn am Wurfspieße, der Schaft hieß ξυστόν; κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός, Soph. Trach. 853; Her. 1, 52. 7, 69; εἶχον αἰχμὰς μικράς, λόγχαι δ' ἐπῆσαν μεγάλαι, wo mit αἰχμή die ganze Lanze bezeichnet ist, 78; χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ Pind. N. 10, 60; übh. Lanze, Speer, ἀλεξίμβροτος, 8, 30; Tragg., δορικράνου λόγχης ἰσχύς Aesch. Pers. 145, Δωρίδος λόγχας ὕπο 803; ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα Soph. Ant. 119, öfter, wie Eur., auch eine Schaar Lanzenträger; ἠκονῶντο λόγχας καὶ μαχαίρας Xen. Hell. 7, 5, 20; Sp. Sprichwörtlich οὐκ ἐκ ϑύμβρας λόγχη γίνεται, Ath. V, 187 b.
-
5 ἀμφ-ίστημι
ἀμφ-ίστημι (s. ἵστημι), umherstellen, Iliad. 18, 344 Od. 8, 434 ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; in beiden Stellen folgt λοετροχόον τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ; – med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen, κλαίων ἀμφίσταϑ' ὅμιλος Il. 24, 712; vgl. 11, 733; ἀμφέσταν ἑταῖροι 18, 233; ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν κοῦραι Od. 24, 58; mit dat. κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστανται Soph. El. 185; mit acc. ἀμφεστᾶσι λόγχαις πεδίον O. C. 1314; ὄτοβος ἀμφίσταται, Lärm erhebt sich ringsum, 1475. – Bei Sp. auch = untersuchen.
-
6 ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστήρ, ῆρος, ὁ, Speerwerfer, λόγχαις Eur. Phoen. 140; auch adj., geschleudert, τρίαινα ἀκ. Opp. Hal. 5, 535; Nonn. D. 95, 995.
-
7 διακοπη
ἥ1) глубокий порез, рубец(διακοπαὴ καὴ τραύματα Plut.)
2) канал, канава3) отсечение(διακοπὰς ἐπ΄ ἄκραις ταῖς λογχαῖς φέρειν Diod.)
-
8 λογχη
дор. λόγχα ἥ1) тж. pl. наконечник (острие) копья(λ. δορός Soph.; δόρυ μίαν λόγχην ἔχον Xen.)
τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐόν Her. — древко (копья) с остриями2) копье3) отряд копейщиков(ξὺν ἑπτὰ λόγχαις Soph.)
μυρίαν ἄγων λόγχην Eur. — во главе огромной армии копьеносцев -
9 εὔστοχος
εὔστοχ-ος, ον,A well-aimed, τῷδ' ἂν εὐστόχῳ πτερῷ (Elmsl. for πέτρῳ) E.Hel.76;ἀκόντιον X.Eq.12.13
([comp] Sup.);πληγή Plb.6.25.9
.II aiming well, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔ. E.HF 195;λόγχαις.. -ώτατοι Id.Ph. 140
, cf. Fr. 321 ([comp] Comp.);εὔ. τὴν τοξικήν Luc.Nav.33
. Adv. - χως, βάλλειν X.Cyr.1.4.8
; εὔστοχα βάλλειν, τοξεύειν, Parth.15.1, Luc.Nigr.36: [comp] Sup. - ώτατα D.C. 67.14.2 metaph., making good shots, i.e. guessing well, hitting the right nail on the head, Arist.Div.Somn. 464a33; shrewd, Id.Rh. 1412a12, Ephipp.14.1, cj. in Luc.Epigr.45;βουλευτήριον Com.Adesp. 201
; ; εὔ. ἐν ἀπαντήσεσιν ready at repartee, D.L.6.74. Adv. - χως Pl.Lg. 792d, Arist.PA 639a5, Phld.Rh.2.108 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔστοχος
-
10 λόγχη
λόγχ-η (A), ἡ,A spear-head, Hdt.7.69;λ. δορός S. Tr. 856
, E.Tr. 1318 (both lyr.): also in pl. of a single spear, the point with its barbs, τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον the shaft alike with the spear-head, Hdt.1.52, etc.; , cf. X.Cyn.10.3 (where the shaft is ῥάβδος) ; οἱ κνώδοντες τῆς λόγχης the barbs of the spear-head, ib.16.2 lance-shaped birth-mark, Trag.Adesp.84.II lance, spear, javelin, Batr.129;χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ Pi.N.10.60
, cf. S.Tr. 512 (lyr.), etc.: metaph.,ὀμμάτων ἄπο λόγχας ἵησιν Id.Fr. 157
; λόγχας ἐσθίων, prov. of a bragging coward, a 'fire-eater', Timocl.12.5.III troop of spearmen,ξὺν ἑπτὰ λόγχαις S.OC 1312
, cf. Ant. 119 (lyr.);μυρίαν ἄγων λόγχην E.Ph. 442
;λόγχης ἀριθμῷ πλείονος κρατούμεναι Id.Fr. 286.12
;χωρεῖτε, λόγχη Id.Cret.45
.------------------------------------ -
11 περιπείρω
A put on a spit,π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27
: metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10:—[voice] Pass., to be spitted or pierced,ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80
;Χάρακι Id.19.84
;σκόλοπι Ael.NA7.48
;ὀβελοῖς Luc.Gall. 2
: metaph., to become entangled, ;δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411
, cf. Vett.Val.250.11.II run into,τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2
([voice] Pass.):—[voice] Pass.,ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπείρω
-
12 φονάω
φον-άω, Desiderative,A to be athirst for blood, to be murderous,φονᾷ, φονᾷ νόος ἤδη S.Ph. 1209
(lyr.); φονώσαισιν.. λόγχαις (Boeckh, after Sch., for φονίαισιν) Id.Ant. 117 (lyr.), cf. Hp.Virg.1;ἐοικὼς φονῶντι Ael. VH2.44
; τῷ ἐξ Ἄρεος φονῶντι ib.3.9;φονῶν τὸ ὄμμα Philostr.
Jun.Im.9. -
13 ἀμφιχάσκω
A gape round, gape for, c. acc.,ἐμὲ μὲν Κὴρ ἀμφέχανε Il.23.79
; μαστὸν ἀμφέχασκ' ἐμόν, of an infant, A.Ch. 545; ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα, of the Argive army round Thebes, S.Ant. 118; ἀγκίστρου.. πλάνον ἀμφιχανοῦσα, of a fish, AP7.702 (Apollonid.): rarely c. dat., Opp.H.3.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιχάσκω
-
14 ἐμπείρω
A fix on or in,ἥλους ἐκπώματι Ath.11.488d
([voice] Pass.); [δόρατος] ἐμπαρέντος ταῖς πύλαις Plu.2.298a
; of fish bones in the throat, Aët.8.53 ([voice] Pass.); ἐμπεπαρμένος πόνος fixed pain, Archig. ap. Gal.8.91.2 impale,ὡς ἐμπαρείη ταῖς ἑαυτοῦ λόγχαις J.AJ16.10.3
; ἥλοις ἐμπεπαρμένη βακτηρία studded, Alciphr.3.55.II metaph., ψυχὴ τοῖς ἀλόγοις πάθεσιν ἑαυτὴν ἐ. Simp.in Epict.p.125D.:—[voice] Pass., ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπείρω
-
15 ὀρθοσταδόν
ὀρθο-στᾰδόν, Adv.A = ὀρθοστάδην, ὀ. λόγχαις ἐπείγοντες φόνον E.Fr.495.6 ;ἔρνεα ὀ. ἠέξοντο A.R.4.1426
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοσταδόν
-
16 ὁμόσε
A to one and the same place,[ποταμῶν] ὁ. στόματ' ἔτραπε Il.12.24
; ὁμόσ' ἦλθε μάχη the battle came to the same spot, i.e. the fight thickened, 13.337 ; come to close quarters, close with the enemy,Ar.
Ec. 863 ;ἰέναι τοῖς ἐχθροῖς ὁ. Th.2.62
;βαδιστέον ὁ. Ar.Ec. 876
;ὁ. χωρεῖν τινι Id.Lys. 451
; ὁ. θεῖν, φέρεσθαι, run to meet, X.An.3.4.4, Cyn.10.21 ;ὁ. ταῖς λόγχαις ἰέναι Id.Smp.2.13
.2 metaph., ὁ. ἰέναι τοῖς ἐρωτήμασιν come to issue with the questions, Pl. Euthd. 294d, cf. R. 610c ;χωρεῖν ὁ. τοῖς λόγοις E.Or. 921
;ὁ. χωρεῖν πρὸς τὰς τιμωρίας Phld.Herc.1289p.59V.
;ὁ. βαδιεῖται τῷ Παρμενίδου λόγῳ Arist.Metaph. 1089a3
;φήμῃ Plu.Thes.10
; ὁ. χωροῦσι τοῖς ποιηταῖς are at issue with.., Ael.Fr. 166 ;ὁ. τοῖς δεινοῖς χωρεῖν D.H.6.74
.3 ὁ. πορεύεσθαι to be moving towards agreement, D.56.14.II together with, c. dat., Plb.3.51.4, etc. ; ἱερατευκότα τῆς Ἑκάτης ὁ. ὅτε καὶ τοῦ Παναμάρου at the same time as.., BCH12.86 ;ὁ. ταῖς ἄλλαις εὐεργεσίαις PGiss.4.6
(ii A. D.).
См. также в других словарях:
λόγχαις — λόγχη spear head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον … Dictionary of Greek
συοφόντης — ό, θηλ. συοφόντις, ιδος, Α (μόνον το θηλ.) αυτή που φονεύει χοίρους («σὺν κυσὶ καὶ λόγχαις ταῑς πρὶν συοφόντισι», Ανθ. Παλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού τ. φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek