-
1 διακοπη
ἥ1) глубокий порез, рубец(διακοπαὴ καὴ τραύματα Plut.)
2) канал, канава3) отсечение(διακοπὰς ἐπ΄ ἄκραις ταῖς λογχαῖς φέρειν Diod.)
-
2 λογχη
дор. λόγχα ἥ1) тж. pl. наконечник (острие) копья(λ. δορός Soph.; δόρυ μίαν λόγχην ἔχον Xen.)
τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐόν Her. — древко (копья) с остриями2) копье3) отряд копейщиков(ξὺν ἑπτὰ λόγχαις Soph.)
μυρίαν ἄγων λόγχην Eur. — во главе огромной армии копьеносцев
См. также в других словарях:
λόγχαις — λόγχη spear head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον … Dictionary of Greek
συοφόντης — ό, θηλ. συοφόντις, ιδος, Α (μόνον το θηλ.) αυτή που φονεύει χοίρους («σὺν κυσὶ καὶ λόγχαις ταῑς πρὶν συοφόντισι», Ανθ. Παλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού τ. φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek