-
1 ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστήρ, ῆρος, ὁ, Speerwerfer, λόγχαις Eur. Phoen. 140; auch adj., geschleudert, τρίαινα ἀκ. Opp. Hal. 5, 535; Nonn. D. 95, 995.
-
2 ακοντιστηρ
- ῆρος ὅ Eur. = ἀκοντιστής См. ακοντιστης I -
3 ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστήρ, Speerwerfer; auch adj. geschleudert -
4 ἀκοντιστήρ
A = -ιστής, E.Ph. 142.II as Adj., darting, hurtling,τρίαινα Opp.H.5.535
: metaph.,μαζοὶ ἀ. ἐρώτων Nonn. D.7.264
:—also in pass. sense, θύρσος, λᾶας, 24.134, 30.230; ἀκοντιστῆρες μόλυβοι prob. bullets, Keil-Premerstein Dritter Bericht p.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκοντιστήρ
-
5 ακοντιστήρα
-
6 ἀκοντιστῆρα
-
7 ακοντιστήρας
-
8 ἀκοντιστῆρας
-
9 ακοντιστήρες
-
10 ἀκοντιστῆρες
-
11 ακοντιστήρι
-
12 ἀκοντιστῆρι
-
13 ακοντιστήρος
-
14 ἀκοντιστῆρος
См. также в других словарях:
ακοντιστήρ — ἀκοντιστὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκοντιστής*] … Dictionary of Greek
ἀκοντιστῆρα — ἀκοντιστήρ darting masc acc sg ἀκοντιστής darter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρας — ἀκοντιστήρ darting masc acc pl ἀκοντιστής darter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρες — ἀκοντιστήρ darting masc nom/voc pl ἀκοντιστής darter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρι — ἀκοντιστήρ darting masc dat sg ἀκοντιστής darter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρος — ἀκοντιστήρ darting masc gen sg ἀκοντιστής darter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)