Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λωβεύω

См. также в других словарях:

  • λωβεύω — mock pres subj act 1st sg λωβεύω mock pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβεύω — (Α) [λώβα] σκώπτω, περιπαίζω, πειράζω κάποιον («τίπτε με λωβεύεις πολυπενθέα θυμὸν ἔλουσαν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • λωβεύειν — λωβεύω mock pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβεύεις — λωβεύω mock pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβεύεσθαι — λωβεύω mock pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλωβεύω — ἐπιλωβεύω (Α) χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)] …   Dictionary of Greek

  • λωβεία — λωβεία, ἡ (Μ) [λωβεύω] η λέπρα …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»