Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λωβητήρ

См. также в других словарях:

  • λωβητήρ — λωβητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α) 1. υβριστής 2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.) 3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα τήρ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λωβητήρ — foul slanderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβητῆρα — λωβητήρ foul slanderer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβητῆρας — λωβητήρ foul slanderer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβητῆρες — λωβητήρ foul slanderer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβητῆρι — λωβητήρ foul slanderer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβητῆρσιν — λωβητήρ foul slanderer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβήτειρα — λωβήτειρα, ἡ (Α) βλ. λωβητήρ …   Dictionary of Greek

  • λωβήτωρ — λωβήτωρ, ορος, ὁ (Α) λωβητήρ,* βλαβερός, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, νική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • λωβητής — λωβητής, ὁ (Α) [λωβώμαι] λωβητήρ* («λωβηταί τέχνης» αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»