-
1 λωβητήρ
λωβητήρ, ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Mißhandelnde, Il. 2, 275. 11, 385; der Verderber, der Schaden verursacht, Soph. Ant. 1061; übh. ein nichtswürdiger, schändlicher Mensch, Il. 24, 239; Ap. Rh. 3, 372.
-
2 λωβητηρ
- ῆρος ὅ1) ругатель, хулитель(ἐπεσβόλος Hom.)
2) гибель, пагуба(λωβητῆρες Ἐρινύες Soph.)
3) негодяйἔρρετε, λωβητῆρες! Hom. — прочь, негодяи!
-
3 λωβητήρ
λωβητήρfoul slanderer: masc nom sg -
4 λωβητήρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λωβητήρ
-
5 λωβητήρ
λωβητήρ, ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Mißhandelnde; der Verderber, der Schaden verursacht; übh. ein nichtswürdiger, schändlicher Mensch -
6 λωβητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωβητήρ
-
7 λωβητειρα
-
8 λωβητωρ
-
9 λωβήτωρ
λωβήτωρ, ορος, ὁ, = λωβητήρ, sp. D., wie Nic. Al. 536, Man. 6, 211.
-
10 λωβήτειρα
-
11 ἐπεσ-βόλος
ἐπεσ-βόλος, Worte werfend, d. i. keck, dreist redend; λωβητήρ Il. 2, 275; Sp., wie νεῖκος Ap. Rh. 4, 1727; ἀραί Lycophr. 332; ἦχος ἀοιδῆς von Schmähgedichten, Agath. prooen. v. 128 (IV, 3).
-
12 επεσβολος
2[ἔπος]1) невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу(λωβητήρ Hom.)
2) колкий, язвительный(ἦχος ἀοιδῆς Anth.)
-
13 λωβητήρα
-
14 λωβητῆρα
-
15 λωβητήρας
-
16 λωβητῆρας
-
17 λωβητήρες
-
18 λωβητῆρες
-
19 λωβητήρι
-
20 λωβητῆρι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λωβητήρ — λωβητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α) 1. υβριστής 2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.) 3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα τήρ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λωβητήρ — foul slanderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρα — λωβητήρ foul slanderer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρας — λωβητήρ foul slanderer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρες — λωβητήρ foul slanderer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρι — λωβητήρ foul slanderer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρσιν — λωβητήρ foul slanderer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβήτειρα — λωβήτειρα, ἡ (Α) βλ. λωβητήρ … Dictionary of Greek
λωβήτωρ — λωβήτωρ, ορος, ὁ (Α) λωβητήρ,* βλαβερός, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, νική τωρ)] … Dictionary of Greek
λωβητής — λωβητής, ὁ (Α) [λωβώμαι] λωβητήρ* («λωβηταί τέχνης» αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek